Η αφήγηση στο βιβλίο του Ανδρέα Μιχαηλίδη, «Το Αμόνι που Τραγουδά» (Εκδόσεις mamaya), ξεκινά μια καλοκαιρινή νύχτα σ΄ένα ακρογιάλι της Χίου, γύρω από μια φωτιά. Η αρχετυπική υπόμνηση της πρώτης ισχυρής εικόνας του βιβλίου, με την ομάδα των νέων ανθρώπων γύρω από τη φωτιά να ακούν μια ιστορία, προετοιμάζει τον αναγνώστη να προσεγγίσει, με τρόπο πρωτόγνωρο, τον θαυμαστό και συνάμα ζοφερό κόσμο του παραμυθιού.
Ο αφηγητής ισορροπεί, διαρκώς, ανάμεσα σε δύο κόσμους, στο Εδώ και το Εκεί, στον μύθο και την πραγματικότητα. Και οδηγεί τον αναγνώστη σε ένα συναρπαστικό ταξίδι στο οποίο οι τόποι της φαντασίας και του ονείρου συνυπάρχουν με τη γνώριμή μας πραγματικότητα. Ο δικός μας κόσμος συμφύρεται με αλλόκοτα πλάσματα, με τις σκιές και τα ίχνη ενός ρευστού σύμπαντος, φτιαγμένου με τα υλικά της φαντασίας, του φόβου, της αγωνίας, των λαθών και των προσδοκιών μας.
Παρουσίαση από τον Γιώργο Καρουζάκη
Η αφήγηση στο βιβλίο του Ανδρέα Μιχαηλίδη, «Το Αμόνι που Τραγουδά» (Εκδόσεις mamaya), ξεκινά μια καλοκαιρινή νύχτα σ΄ένα ακρογιάλι της Χίου, γύρω από μια φωτιά. Η αρχετυπική υπόμνηση της πρώτης ισχυρής εικόνας του βιβλίου, με την ομάδα των νέων ανθρώπων γύρω από τη φωτιά να ακούν μια ιστορία, προετοιμάζει τον αναγνώστη να προσεγγίσει, με τρόπο πρωτόγνωρο, τον θαυμαστό και συνάμα ζοφερό κόσμο του παραμυθιού.
Ο αφηγητής ισορροπεί, διαρκώς, ανάμεσα σε δύο κόσμους, στο Εδώ και το Εκεί, στον μύθο και την πραγματικότητα. Και οδηγεί τον αναγνώστη σε ένα συναρπαστικό ταξίδι στο οποίο οι τόποι της φαντασίας και του ονείρου συνυπάρχουν με τη γνώριμή μας πραγματικότητα. Ο δικός μας κόσμος συμφύρεται με αλλόκοτα πλάσματα, με τις σκιές και τα ίχνη ενός ρευστού σύμπαντος, φτιαγμένου με τα υλικά της φαντασίας, του φόβου, της αγωνίας, των λαθών και των προσδοκιών μας.
Τα διαφορετικά κεφάλαια του βιβλίου, που θα μπορούσαν να διαβαστούν και σαν αυτόνομες ιστορίες, δεν χάνουν το νήμα που τα ενώνει με τον αφηγητή και την εξέλιξη της ενιαίας ιστορίας του βιβλίου. Ανάμεσα στα βασικά πρόσωπα της αφήγησης βρίσκεται και εκείνος «που πήγε να μείνει μαζί με τα θεριά και τα κρυμμένα πλάσματα του κόσμου». Μαζί τους έμαθε τις λαλιές και τις ιστορίες τους κι έγινε ο Πρώτος Παραμυθάς. Η παρουσία του σηματοδοτεί την ένωση του κόσμου της φαντασίας με την πραγματικότητα, καθώς και τη φυσική εξέλιξη των επόμενων ιστοριών, όπως είναι εκείνη με τις Τρεις Καλές Κυράδες, τρεις διαφορετικές απόκοσμες και αινιγματικές υπάρξεις: η πρώτη με μαύρα μάτια σαν τη νύχτα και φωνή βαθιά, η στερνή η Ροδομάγουλη και η μεσιανή, μ΄ένα γέλιο στα χρυσά της μάτια και φουντωτή ουρά σαν της αλεπούς.
Όλες οι ιστορίες, με τίτλους που παραπέμπουν στον κόσμο των παραμυθιών («Η Αλυσίδα», «Ο Κύρης της Σπηλιάς», «Ο Άνθρωπος και ο Χρόνος», «Ο Μυθουργός», «Το Γκρίζο μαχαίρι»), ανακινούν πολλαπλές πραγματικότητες: απόκοσμες, λυρικές, τρομακτικές, υπερφυσικές. Αντανακλούν, συχνά, ψυχικές καταστάσεις, αρχέγονα διλήμματα και μαρτυρούν τη φύση και τα βασικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης περιπέτειας από το ξεκίνημά της έως σήμερα. Συνολικά, το βιβλίο φέρει την ανάμνηση ενός μυητικού ταξιδιού, στο πνεύμα των κλασικών ομηρικών αφηγήσεων, στο οποίο οι ήρωες αποκτούν εμπειρίες, γνώση και πλησιάζουν τη συναισθηματική και την πνευματική τους πλήρωση ύστερα από ποικίλες δοκιμασίες και εμπόδια.
Το αλληγορικό πνεύμα των ιστοριών και η αναγνωστική απόλαυση που προσφέρουν, δεν στερούν, όμως, από το βιβλίο μια ακόμη σημαντική διάστασή του: ο συγγραφέας, χωρίς να απομακρύνεται από τη ιδιόμορφη φύση της μυθολογικής αφήγησης που υφαίνει με μια ποιητική και γόνιμη γλώσσα, συνθέτει, στο υπόστρωμα των μύθων του, έναν ύμνο στη δύσκολη τέχνη της αφήγησης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της διαδικασίας η ιστορία στην οποία ο αφηγητής αναφέρεται στα μυστικά της τέχνης που διδάχθηκε, με τη χρήση Επτά Σφυριών, στη βαθιά σπηλιά ενός μυθουργού, κάνοντας λόγο για τις Σφύρες της Συγκίνησης, της Αλήθειας, των Οστών, των Αισθήσεων, του Ρυθμού, του Μέτρου και του Ρόπτρου των Ανθρώπων». Σε αυτό το σημείο, ο συγγραφέας αποκαλύπτει και τη συμβολική σημασία που έχει ο τίτλος του βιβλίου του και γράφει: «Παλεύοντας ώρες, μέρες, μήνες και καιρό, τόσο που έχασα πια το μέτρημα, έμαθα τη χρήση αυτών των έξι· και το Αμόνι που Τραγουδά, δίχως να βγάζει περίτεχνες μελωδίες, σαν από του Μυθουργού τα πυρωμένα χέρια, έπαψε τουλάχιστον να ηχεί στο άγγιγμά μου χοντροκομμένα και παράφωνα».
Ερωτήσεις, αφορμή για συζήτηση, από τον Γιώργο Καρουζάκη
Συνέντευξη στον Γιώργο Καρουζάκη
Το «Αμόνι που Τραγουδά» είναι το πρώτο βιβλίο του συγγραφέα, μεταφραστή, αφηγητή και λάτρη των comics, Ανδρέα Μιχαηλίδη. Στη συνέντευξη που ακολουθεί μιλήσαμε για την ιδιόμορφη φύση του βιβλίου του, τη Λογοτεχνία του Φανταστικού και τη δύσκολη τέχνη της αφήγησης.
Θα ήθελα να μου πείτε πώς γεννήθηκε η ιδέα του βιβλίου. Πώς θα το συστήνατε στους αναγνώστες;
«Η πρώτη-πρώτη σκέψη για το βιβλίο ήταν να εκδώσω μια ανθολογία από τις ιστορίες που είχα φτιάξει (και λέω «φτιάξει», διότι μερικές πρώτα γράφτηκαν και μετά έγιναν αφήγηση, ενώ οι περισσότερες πρώτα παρουσιάστηκαν ως προφορικές αφηγήσεις και μετά έγινε η καταγραφή τους) για να αφηγούμαι στις διάφορες εκδηλώσεις και παραστάσεις όπου συμμετείχα τα τελευταία χρόνια. Αν έπρεπε να περιγράψω το βιβλίο σχετικά σύντομα, θα έλεγα πως είναι ένα φαντασιακό ταξίδι στην τέχνη του παραμυθά, σπαρμένο με τα παραμύθια που ακούει ο αφηγητής και συνάμα εξιστορεί στον αναγνώστη».
Η ιστορία σας αξιοποιεί στοιχεία από την τέχνη του παραμυθιού αλλά και από την αλληγορική αφήγηση. Ποια είναι η σημασία αυτών των επιλογών;
«Υπό μία έννοια, όλα τα παραμύθια είναι αλληγορίες (ή, όπως έλεγε ο Τόλκιν, έχουν αλληγορική δύναμη), συμβολικές και ταυτόχρονα καθαρές αναπαραστάσεις του κόσμου μας: το καλό και το κακό, η μοναξιά και η φιλία, η αγάπη και το μίσος, η ζωή και ο θάνατος. Ο παραμυθάς μιλά γι’ αυτά που τον απασχολούν και κατ’ επέκταση, γι’ αυτά που απασχολούν όλη την ανθρωπότητα από τότε που ήξερε να τα ονοματίσει, αλλά το κάνει με τρόπο που είναι πιο ελκυστικός για τ’ αυτιά του κοινού του».
Έχει μεγάλο ενδιαφέρον ο συμβολικός τρόπος με τον οποίο συνδέεται στην ιστορία σας το αμόνι, βασικό εργαλείο της μεταλλοτεχνίας και μιας δύσκολης χειρωνακτικής εργασίας, με την αφήγηση και την κατασκευή ιστοριών. Ποιες είναι οι αναλογίες που αναγνωρίζετε σε αυτές τις δύο, φαινομενικά αντίθετες, διαδικασίες;
«Ιστορικά, η χειρωνακτική εργασία είναι βαθιά συνδεδεμένη με το τραγούδι και την αφήγηση. Από τον αγρότη και τον χτίστη, μέχρι τον σιδερά και τον πολεμιστή, όλοι έβρισκαν ρυθμό κι εμψυχώνονταν στην επιτέλεση του έργου τους από τη συνοδεία τραγουδιών που υμνούσαν τη γη, το θεμέλιο, την τέχνη, ή εξιστορούσαν τα κατορθώματα των προκατόχων τους. Ταυτόχρονα, οι δραστηριότητες αυτές γεννούν τους δικούς τους ρυθμούς και μουσικές, ειδικά το σφυροκόπημα του μετάλλου πάνω σε μέταλλο. Από την άλλη, υπάρχει κάτι πολύ σημαντικό που πρέπει να γνωρίζει κανείς για τις ιστορίες: έχουν ειπωθεί όλες, εδώ και τουλάχιστον τέσσερις χιλιάδες χρόνια, οπότε αυτό που κάνει ένα αφήγημα φρέσκο και ελκυστικό, είναι η πλέξη, ο τρόπος και στο μυαλό μου, ο παραμυθάς είναι ένας τεχνίτης που κατεργάζεται γνωστές πρώτες ύλες για να φτιάξει ένα τεχνούργημα, μια ιστορία που υπηρετεί τη δική του εσωτερική ανάγκη».
Σημαντικό ρόλο στην ιστορία του βιβλίου σας έχει επίσης η γλώσσα που χρησιμοποιείτε. Αν και είναι πολύ προσωπική και βιωματική μοιάζει να συνδέεται και με την ευρύτερη παράδοση της Λογοτεχνίας του Φανταστικού. Εσείς πώς θα τη χαρακτηρίζατε;
«Δεν ξέρω αν μπορώ να τη χαρακτηρίσω, ακριβώς, ξέρω όμως ποιος φταίει γι’ αυτήν: ο Όμηρος. Στα πλαίσια της μαθητείας μου στην αφήγηση, συμμετείχα για τρία χρόνια στο Εργαστήρι του Έπους της Μάνιας Μαράτου, οπότε και κάναμε μια βαθιά βουτιά στην Οδύσσεια, τη γλώσσα της και τη λειτουργικότητά της στην ομηρική αφήγηση. Όσο αφορά το ζήτημα της Λογοτεχνίας του Φανταστικού, ο κόσμος συχνά ξεχνάει δύο πράγματα. Πρώτον, τα μαγικά παραμύθια και τα έπη του κάθε λαού αποτελούν τις παλαιότερες και διαχρονικότερες μορφές της Λογοτεχνίας του Φανταστικού – στην περίπτωση των επών, δε, τις τελειότερες τέτοιες μορφές. Δεύτερον, διαβάζοντας οποιοδήποτε σύγχρονο πόνημα φανταστικής λογοτεχνίας, ο υποψιασμένος αναγνώστης μπορεί άμεσα να διακρίνει την κληρονομιά του Έπους του Γκιλγκαμές, της Μαχαμπαράτα, της Ιλιάδας, της Οδύσσειας, μέχρι και του κινεζικού Ταξιδιού Προς τη Δύση».
Ποιες θα λέγατε ότι είναι οι λογοτεχνικές επιρροές σας; Υπάρχουν λογοτεχνικά είδη, ήρωες και συγγραφείς που διαμόρφωσαν ή επηρέασαν τη γραφή σας;
«Όντας πολύ περισσότερο αναγνώστης, παρά συγγραφέας, φοβάμαι πως μια ανατομία των επιρροών μου θα κατέληγε σε μια τερατώδη λίστα. Το έπος, ο μύθος, το παραμύθι και οι λαϊκές παραδόσεις σίγουρα αποτελούν κορωνίδες σε αυτή τη λίστα, μαζί με συγγραφείς όπως ο Τόλκιν και ο Γκάι Γκάβριελ Κέι, καθώς και αναρίθμητους σεναριογράφους comics, ταινιών, τηλεοπτικών σειρών, μέχρι και στιχουργούς. Οι καταβολές της ατμόσφαιρας είναι πιο ευδιάκριτες και εντοπίζονται σε αφηγηματικά παιχνίδια όπως το Mage: The Ascension και το Changeling: the Dreaming».
Η ανάγνωση του βιβλίου σας δίνει την αίσθηση ότι συνδέεται και με άλλες μορφές τέχνης, πέρα από τη λογοτεχνία. Αναφέρομαι στην τέχνη των κόμικς ή ακόμη και σε εκείνη του κινηματογράφου. Είναι συνειδητή αυτή η επιλογή ή προκύπτει τυχαία;
«Ανέφερα κάτι σχετικά νωρίτερα, όμως υπάρχει και μια βαθύτερη σχέση. Η αφηγηματική τέχνη, που αποτελεί τη βάση όλου του βιβλίου, είναι στην πραγματικότητα μια τέχνη της εικόνας. Ο αφηγητής δεν μαθαίνει κείμενα απ’ έξω, αλλά απομνημονεύει μια σειρά από εικόνες, τις οποίες έπειτα περιγράφει στο κοινό του, περνώντας από τη μία στην άλλη με τη δράση των χαρακτήρων. Ταυτόχρονα, φτιάχνει την ατμόσφαιρα, σκηνοθετεί τη δράση, επωμίζεται τόσο τους ρόλους των χαρακτήρων, όσο και του εαυτού του. Η προφορική αφήγηση, κατά μία έννοια, είναι μια ταινία φτιαγμένη από λόγια και την επικοινωνία μεταξύ αφηγητή και κοινού, ή ένα comics του οποίου οι εικόνες ξεκινούν στο μυαλό του αφηγητή, γίνονται λέξεις και τελικά σχηματίζουν νέες εικόνες στο μυαλό του ακροατή».
Τα τελευταία χρόνια έχει ζωηρέψει ξανά το ενδιαφέρον για τη Λογοτεχνία του Φανταστικού. Υπάρχει, κατά τη γνώμη σας, κάποια ερμηνεία του καινούργιου ενδιαφέροντος για το είδος;
«Στο εξωτερικό, το ενδιαφέρον αυτό παραμένει αμείωτο εδώ και χρόνια, παρόλο που κινηματογραφικά και τηλεοπτικά μιλώντας, αυτά που άλλαξαν τα δεδομένα ήταν οι ταινίες του Lord of the Rings και η σειρά Game of Thrones. Στην Ελλάδα, για το ευρύ κοινό, η διαδρομή προς τη φανταστική λογοτεχνία συχνά ξεκινά στη μικρή ή τη μεγάλη οθόνη. Έχοντας μείνει έκθαμβοι από αυτό το θέαμα, άνθρωποι που δεν ασχολούνταν με τη φανταστική λογοτεχνία, μαθαίνουν πως η αγαπημένη τους ταινία ή σειρά βασίζεται σε βιβλία. Κάποιοι θα διαβάσουν τα βιβλία και όταν τα τελειώσουν, θα αναζητήσουν κάτι συναφές. Ταυτόχρονα, η αυξημένη ζήτηση στρέφει το ενδιαφέρον των εκδοτών προς ένα αντικείμενο με το οποίο πιθανώς να μην είχαν ασχοληθεί στο παρελθόν».
© Copyright 2001-2012 Θαλής + Φίλοι.
designed & developed by ELEGRAD