Ποιος ήταν, πραγματικά, ο Ρόμπερτ Οπενχάιμερ; Το ερώτημα έχει επανέλθει στο προσκήνιο λόγω της επικής βιογραφικής ταινίας για τον κορυφαίο επιστήμονα που σκηνοθέτησε ο Βρετανός Κρίστοφερ Νόλαν.
Η ταινία βασίζεται στο βραβευμένο με Πούλιτζερ βιβλίο, «Ο Θρίαμβος και η Τραγωδία του Ρόμπερτ Όπενχάιμερ», το οποίο κυκλοφόρησε στη γλώσσα μας το 2008 σε μετάφραση της Μαριλένας Κορωναίου και επιστημονική επιμέλεια του Θεοφάνη Γραμμένου από τις εκδόσεις Τραυλός. Είναι ένα έργο που ολοκληρώθηκε το 2005, ύστερα από 25 χρόνια εξαντλητικής έρευνας, από τον ιστορικό Kai Bird και τον Καθηγητή Αγγλικής και Αμερικανικής Ιστορίας Martin J. Sherwin, ο οποίος απεβίωσε το 2021.
Tο βιβλίο, ογκώδες, με περισσότερες από 800 σελίδες, παρέχει στον αναγνώστη την ευκαιρία να εμβαθύνει με διαφορετικό ρυθμό σε όλες τις πτυχές — επιστημονικές, πολιτικές, γεωπολιτικές, ηθικές, υπαρξιακές — που διαπλέκονται με τη ζωή και το έργο του «πατέρα της ατομικής βόμβας».
Οι συγγραφείς αναλύουν με ακρίβεια και βάθος ζητήματα που αφορούν τις ανακαλύψεις στο πεδίο της πυρηνικής φυσικής, το πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον που τις ενέπνευσε, το Σχέδιο Μανχάταν και την αυγή του πυρηνικού πολιτισμού, τον Μακαρθισμό και τον Ψυχρό Πόλεμο. Γεγονός που επιτρέπει στον αναγνώστη να κατανοήσει το ιστορικό πλαίσιο και να αναλογιστεί την πολύπλευρη επίδραση αυτών των κομβικών γεγονότων στον σύγχρονο κόσμο.
Παρουσίαση, από τον Γιώργο Καρουζάκη
Ποιος ήταν, πραγματικά, ο Ρόμπερτ Οπενχάιμερ; Το ερώτημα έχει επανέλθει στο προσκήνιο λόγω της επικής βιογραφικής ταινίας για τον κορυφαίο επιστήμονα που σκηνοθέτησε ο Βρετανός Κρίστοφερ Νόλαν.
Η ταινία βασίζεται στο βραβευμένο με Πούλιτζερ βιβλίο, «Ο Θρίαμβος και η Τραγωδία του Ρόμπερτ Όπενχάιμερ», το οποίο κυκλοφόρησε στη γλώσσα μας το 2008 σε μετάφραση της Μαριλένας Κορωναίου και επιστημονική επιμέλεια του Θεοφάνη Γραμμένου από τις εκδόσεις Τραυλός. Η δημοτικότητα της ταινίας προκάλεσε, προφανώς, και την πρόσφατη ανατύπωση του βιβλίου από τις ίδιες εκδόσεις. Είναι ένα έργο που ολοκληρώθηκε το 2005, ύστερα από 25 χρόνια εξαντλητικής έρευνας, από τον ιστορικό Kai Bird και τον Καθηγητή Αγγλικής και Αμερικανικής Ιστορίας Martin J. Sherwin, ο οποίος απεβίωσε το 2021.
Η ταινία του Νόλαν, άρτια κατασκευασμένη σε πολλά σημεία, επιχειρεί να συνδυάσει την αφηγηματική “πρωτοτυπία” — χρονικά άλματα, παρεκβάσεις, οπτικά και ηχητικά σχόλια — με τα ιστορικά γεγονότα και την αινιγματική προσωπικότητα του Όπενχάιμερ. Η πολυδιάστατη δομή της προσπαθεί να απεικονίσει με σφαιρικό τρόπο τον βίο του επιστήμονα. Ωστόσο, η ταινία δεν διατηρεί πάντοτε ζωηρό το ενδιαφέρον του θεατή, κυρίως λόγω της επιλογής του σκηνοθέτη να αφηγηθεί με ποικίλες χρονικές αναδρομές, συχνά με σχηματικούς διαλόγους, τη ζωή και την εποχή του κεντρικού ήρωα.
Αντιθέτως, το βιβλίο, ογκώδες, με περισσότερες από 800 σελίδες, παρέχει στον αναγνώστη την ευκαιρία να εμβαθύνει με διαφορετικό ρυθμό σε όλες τις πτυχές — επιστημονικές, πολιτικές, γεωπολιτικές, ηθικές, υπαρξιακές — που διαπλέκονται με τη ζωή και το έργο του «πατέρα της ατομικής βόμβας». Οι συγγραφείς αναλύουν με ακρίβεια και βάθος ζητήματα που αφορούν τις ανακαλύψεις στο πεδίο της πυρηνικής φυσικής, το πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον που τις ενέπνευσε, το Σχέδιο Μανχάταν, και την αυγή του πυρηνικού πολιτισμού, τον Μακαρθισμό και τον Ψυχρό Πόλεμο. Επιλογή που επιτρέπει στον αναγνώστη να κατανοήσει το ιστορικό πλαίσιο και να αναλογιστεί την πολύπλευρη επίδραση αυτών των κομβικών γεγονότων στον σύγχρονο κόσμο. Τα τεκμήρια και οι πραγματικοί διάλογοι που παρουσιάζονται σε κάθε ενότητα του βιβλίου συμβάλλουν ώστε να αποκτήσουμε μία περισσότερο ευκρινή εικόνα των προσώπων και των γεγονότων της αφήγησης.
Η διφορούμενη στάση, για παράδειγμα, του Οπενχάιμερ στον προβληματισμό της επιστημονικής κοινότητας για τις συνέπειες του βομβαρδισμού της Ιαπωνίας παρουσιάζεται στο βιβλίο πολύπλευρα, με μαρτυρίες και αφηγήσεις τόσο του Οπενχάιμερ όσο και άλλων επιστημόνων. Στην ταινία, μερικές φράσεις ή αναφορές στο θέμα, εν μέσω δεκάδων άλλων πληροφοριών και χρονικών μετατοπίσεων, δεν αρκούν για να παρατηρήσουμε την αμφισημία της στάσης του απέναντι στο συγκεκριμένο ζήτημα.
Οι συγγραφείς αξιοποίησαν πληροφορίες από την τεράστια συλλογή εγγράφων του Όπενχάιμερ που φιλοξενείται στη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου, χιλιάδες αρχεία του FBI με απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες του Όπενχάιμερ και προσώπων από το κοινωνικό του περιβάλλον, καθώς και συνεντεύξεις με περίπου εκατό από τους πιο στενούς φίλους, συγγενείς και συνεργάτες του. Η προσωπικότητα και η δράση του βιογραφούμενου αντηχούν και θέτουν στο σώμα του κειμένου τα πλέον κρίσιμα ηθικά, δεοντολογικά και πολιτικά θέματα ή διλήμματα που χαρακτηρίζουν την επιστημονική και πολιτική ιστορία του 20ού αιώνα.
Η αφήγηση ακολουθεί αρχικά τα χνάρια μιας γραμμικής βιογραφικής προσέγγισης του κεντρικού χαρακτήρα — την ιστορία της οικογένειάς του, τα παιδικά του χρόνια (από την ηλικία των επτά έως τα δώδεκα είχε παθιαστεί με τη μελέτη των ορυκτών, τη συγγραφή και την ανάγνωση ποίησης, και τις κατασκευές με κύβους), την εκπαίδευση, το πολιτισμικό, επιστημονικό και κοινωνικό πλαίσιο της εποχής —, και σταδιακά διευρύνεται και εμβαθύνει προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις.
Μία πρώτη ενδιαφέρουσα ενότητα συγκροτεί τη σχέση του Όπενχάιμερ με την επιστήμη. Η εν λόγω κατεύθυνση αποκαλύπτει, για παράδειγμα, τη συμμετοχή του στις καταιγιστικές ανακαλύψεις που διαμόρφωσαν την ευρωπαϊκή επιστημονική σκέψη στη δεκαετία του 1920, και οδήγησαν στην εδραίωση της κβαντικής μηχανικής ως ενός νέου επιστημονικού πεδίου. Εκείνα τα χρόνια, το Κέμπριτζ ήταν το σπουδαιότερο κέντρο πειραματικής φυσικής της Ευρώπης και το Γκέτινγκεν, αναμφίβολα, το σπουδαιότερο κέντρο της θεωρητικής φυσικής. Ο Οπενχάιμερ έφτασε στην Ευρώπη και ανδρώθηκε επιστημονικά την εποχή που εξελισσόταν μία επανάσταση στη φυσική: «η ανακάλυψη των κβάντων (φωτονίων) από τον Μάξ Πλανκ, το μεγαλειώδες επίτευγμα του Αϊνστάιν– η ειδική θεωρία της σχετικότητας-, η περιγραφή του ατόμου του υδρογόνου από τον Νιλς Μπορ, η διατύπωση της μηχανικής των μητρών από τον Βέρνερ Χάιζενμπεργκ και η θεωρία της κυμματικής μηχανικής του Έρβιν Σρέντινγκερ[1]».
Μέχρι την αποχώρησή του από το Γκέντινγκεν, είχαν μπει για τα καλά τα θεμέλια της μετα-νευτώνειας φυσικής, παρατηρούν οι συγγραφείς, που μάς επιτρέπουν να παρακολουθήσουμε τις επιστημονικές εξελίξεις μέσα από τις συναντήσεις και τις συνομιλίες του Όπενχάιμερ με τους κορυφαίους επιστήμονες της εποχής του. Και να διακρίνουμε, αργότερα, τη σημασία του δικού του ρόλου στη διάδοση της νέας φυσικής. Το 1929, το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, στο Μπέρκλεϊ, του ζήτησε να εισαγάγει τους μεταπτυχιακούς φοιτητές στη νέα φυσική. Στο πρώτο του μάθημα στην κβαντική μηχανική, «ο Ρόμπερτ μπήκε κατευθείαν στα βαθιά και προσπάθησε να εξηγήσει την Αρχή της απροσδιοριστίας του Χάιζενμπεργκ, την εξίσωση του Σρέντινγκερ, τη σύνθεση του Ντιράκ, τη θεωρία πεδίου και τις τελευταίες σκέψεις του Πάουλι για την κβαντική ηλεκτροδυναμική», σημειώνουν οι συγγραφείς[2]».
Ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου καταπιάνεται με την καθοριστική συμμετοχή του Οπενχάιμερ στο Σχέδιο Μανχάταν, το απόρρητο αγγλο-αμερικανικό πρόγραμμα παραγωγής πυρηνικών όπλων, που ξεκίνησε με πρωτοβουλία του Αμερικανού προέδρου Φραγκλίνου Ρούζβελτ σε μία προσπάθεια κατασκευής της πρώτης ατομικής βόμβας πριν τη δημιουργήσει, όπως πίστευαν, ο Χίτλερ. Αν και μία αναχρονιστική προσέγγιση της εποχής ενδέχεται να οδηγήσει σε απόλυτες ηθικές κρίσεις για τα πρόσωπα που συμμετείχαν στο Σχέδιο Μανχάταν, στο βιβλίο καταγράφονται οι διαφορετικές απόψεις των επιστημόνων στο Λος Άλαμος, «που άρχισαν να εκφράζουν τους αυξανόμενους ηθικούς τους ενδοιασμούς για τη δημιουργία της ατομικής βόμβας [3]».
«Ο χημικός Τζόζεφ Ο. Χίρσφελντερ», διαβάζουμε, «θυμόταν μια παρόμοια συζήτηση που έγινε στη μικρή ξύλινη εκκλησία του Λος Άλαμος, εν μέσω μιας καταιγίδας, ένα κρύο κυριακάτικο απόγευμα του 1945. Σε αυτή την περίσταση, ο Οπενχάιμερ υποστήριξε, με τη συνηθισμένη του ευφράδεια, ότι αν και όλοι ήταν καταδικασμένοι να ζήσουν με ένα συνεχή φόβο, η βόμβα θα μπορούσε επίσης να δώσει τέλος σε όλους τους πολέμους. Μια τέτοια ελπίδα, που απηχούσε τα λόγια του Μπορ, ήταν πειστική για πολλούς από τους συγκεντρωμένους επιστήμονες[4]».
Αργότερα, βέβαια, αφού ο Οπενχάιμερ συνειδητοποίησε ότι οι Αμερικανοί αξιωματούχοι της εποχής δεν είχαν ηθικούς ενδοιασμούς για τη χρήση των πυρηνικών όπλων, προκειμένου να ισχυροποιήσουν την ηγεμονική θέση των ΗΠΑ, η στάση του άλλαξε. «Ο Όπι», σημειώνουν οι συγγραφείς, «παραπονέθηκε με πικρία ότι ο υπουργός Εξωτερικών Μπερνς “θεωρούσε ότι θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε τη βόμβα σαν πιστόλι για να πάρουμε ό,τι θέλουμε από τη διεθνή διπλωματία”[5]».
Ειδικότερα, στα τέλη του 1945, ο Οπενχάιμερ, μιλώντας σε μία επιτροπή της Γερουσίας, σχολίασε με απογοήτευση: «Παραλάβαμε αυτό το δένδρο με πολλά ώριμα φρούτα επάνω του και το κουνήσαμε γερά και βγήκαν ραντάρ και ατομικές βόμβες. [Το] όλο [πολεμικό] πνεύμα ήταν αυτό της έξαλλης και μάλλον ανελέητης εκμετάλλευσης της γνώσης[6]».
Μέσα από έναν καλά οργανωμένο τρόπο παράθεσης των στοιχείων, στο βιβλίο αναδύονται διαφορετικές πτυχές της προσωπικότητας του Οπενχάιμερ. Ο ίδιος ενσαρκώνει, κατά κάποιον τρόπο, με τη στάση του, τις αντιφατικές δηλώσεις και τις πράξεις του, τον προβληματισμό και τα δεκάδες ερωτήματα που εγείρονται από μία πρωτόγνωρη επιστημονική ανακάλυψη. Είναι δύσκολο, όμως, να αποσαφηνίσει κάποιος, εκτός του ιστορικού πλαισίου της εποχής, πώς η ευφυΐα, η επιστημονική γνώση, η ευρύτερη καλλιέργεια και το φιλειρηνικό προφίλ ενός προσώπου συνάδουν με την υλοποίηση ενός όπλου μαζικής καταστροφής.
Ο Ρόμπερτ Ουίλσον, προϊστάμενος του τμήματος πυρηνικής φυσικής του εργαστηρίου στο Λος Άλαμος, τον θυμάται κατηφή, λίγες μέρες πριν από τη ρίψη της βόμβας στην Ιαπωνία, να λέει: «Τα κακόμοιρα τα ανθρωπάκια, τα κακόμοιρα τα ανθρωπάκια», εννοώντας τους Ιάπωνες. «Το έλεγε με ένα ύφος παραίτησης. Και θανάσιμης γνώσης», τονίζουν οι συγγραφείς. Και προσθέτουν: «Εκείνη ακριβώς την εβδομάδα, εντούτοις, ο Οπενχάιμερ δούλευε σκληρά για να εξασφαλίσει ότι η βόμβα θα έσκαγε αποτελεσματικά πάνω από εκείνα “τα κακόμοιρα τα ανθρωπάκια”».
Γενικότερα, η διττή φύση της επιστήμης ως μέσου προόδου αλλά και ως δυνητικού εργαλείου καταστροφής, διαρκώς επίκαιρη, επανέρχεται με πολλούς τρόπους στο βιβλίο. Ανάλογα ηθικά διλήμματα παραμένουν ανοιχτά και σήμερα, χωρίς να λαμβάνουμε ακόμα επαρκείς ή ρεαλιστικές απαντήσεις. Η ανάπτυξη της Τεχνητής Νοημοσύνης και της Βιοτεχνολογίας είναι δύο μόνο από τα πεδία που προσφέρουν ήδη και υπόσχονται εντυπωσιακά επιτεύγματα προς όφελος της ανθρωπότητας, εγείροντας, την ίδια στιγμή, σοβαρά ηθικά διλήμματα σχετικά με τον αρνητικό τρόπο που ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν. Πρόκειται, σαφώς, για πολύπλοκα ζητήματα που δεν αφορούν μόνο τις ηθικές δεσμεύσεις της επιστημονικής κοινότητας, αλλά απαιτούν ένα πλέγμα θέσπισης κανόνων και συναίνεσης μεταξύ επιστημόνων, κρατών, κυβερνήσεων, επιχειρήσεων, και των πολιτών.
Ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου ασχολείται, όπως είναι φυσικό, με τις διώξεις που υπέστη ο Οπενχάιμερ κατά την έξαρση του Μακαρθισμού στις Η.Π.Α. την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Το κυνήγι που δέχτηκε—μέσα από δίκες, επιθέσεις και κατηγορίες για τις σχέσεις που είχε στο παρελθόν με αριστερές οργανώσεις και για τη φιλειρηνική του στάση μετά τη δημιουργία της ατομικής βόμβας—προκάλεσε την ανάκληση της διαβάθμισης ασφαλείας του από την Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας των Η.Π.Α.
Οι συγγραφείς παρέχουν μία εξαιρετικά λεπτομερή και τεκμηριωμένη ανάλυση της μακαρθικής περιόδου, παρουσιάζοντας μια πληθώρα εγγράφων, προσωπικών μαρτυριών και αρχειακού υλικού. Η αφήγηση επικεντρώνεται στο πολιτικό και κοινωνικό κλίμα της εποχής, αποκαλύπτοντας το παρασκήνιο της πίεσης και των διώξεων που ασκήθηκαν στον Οπενχάιμερ. Η εν λόγω ενότητα φανερώνει μοιραία στην τραγική διάσταση της ζωής του επιστήμονα που βρέθηκε στη δίνη των πολιτικών και ιδεολογικών συγκρούσεων του καιρού του. Διακρίνουμε ανάγλυφα τον τρόπο με τον οποίο ένας κορυφαίος επιστήμονας—που συνέβαλε με την ευφυΐα και τις ικανότητές του στη διαμόρφωση των ηγεμονικών βλέψεων της χώρας του—εκπίπτει, αποκαθηλώνεται, μετατρέπεται σε «παρία» και απομονώνεται ταπεινωμένος από την κοινωνική, πολιτική και επιστημονική ζωή. Με το πέρασμα του χρόνου, επήλθε, κατά κάποιον τρόπο, η αποκατάσταση της φήμης του. Η ανακοίνωση του θανάτου του, στις 18 Φεβρουαρίου του 1967, γέμισε τον αμερικανικό και διεθνή Τύπο με υμνητικές νεκρολογίες. Ο γερουσιαστής Φούλμπραϊτ, όμως, στον λόγο που έβγαλε στην αίθουσα της Γερουσίας για τον απελθόντα φυσικό, τον αποχαιρέτησε λέγοντας: «Ας μη θυμόμαστε μόνο τα όσα η εξαιρετική ευφυΐα του έκανε για εμάς· ας θυμηθούμε επίσης και τι κάναμε εμείς σ ’αυτόν[7]».
Η αξία αυτής της εξαντλητικής βιογραφίας δεν αναγνωρίζεται μόνο στην προσπάθεια των συγγραφέων να φωτίσουν από κάθε γωνία τη χαρισματική και αινιγματική προσωπικότητα του Ρόμπερτ Οπενχάιμερ. Το επίτευγμά τους έγκειται στο γεγονός ότι κατάφεραν, με άξονα τη ζωή ενός επιστήμονα, να εξετάσουν με ιδιαίτερη συνέπεια και γνώση τις διαφορετικές όψεις της επιστημονικής και πολιτικής ιστορίας του 20ού αιώνα. Να θέσουν κρίσιμα πολιτικά, ηθικά και φιλοσοφικά ερωτήματα. Να αποτυπώσουν το μεγαλείο της επιστήμης, τον πολιτικό παραλογισμό, το δέος και την ερεβώδη όψη της πυρηνικής εποχής.
[1] Κάι Μπερντ, Μαρτιν Σέργουιν _ «Ο Θρίαμβος και η τραγωδία του Ρόμπερτ Οπενχάιμερ» _ (Εκδόσεις Τραυλός, 2023), σελ. 80
[2] σελ. 109
[3] σελ. 350
[4] σελ. 351
[5] σελ. 399
[6] σελ.389
[7] σελ. 697
Ερωτήσεις, αφορμή για συζήτηση, από τον Γιώργο Καρουζάκη
© Copyright 2001-2023 Θαλής + Φίλοι.
designed & developed by ELEGRAD