Φανταστείτε το παράξενο ταξίδι ενός τρένου με μυστηριώδη προορισμό, όπου το πέρασμα των επιβατών από το ένα βαγόνι στο άλλο αλλάζει δραματικά τη ζωή τους ή μια απρόβλεπτη συνάντηση με τον Γάλλο μαθηματικό του 17ου αιώνα Πιερ ντε Φερμά. Αλλά και μια συμφωνία με έναν λευκοντυμένο διάβολο, που προσπαθεί να βρει λύση σε ένα από τα δυσκολότερα μαθηματικά προβλήματα της εποχής. Αυτά είναι ορισμένα μόνο από τα θέματα της συλλογής διηγημάτων, «Χωρίς Απόδειξη» του συγγραφέα και μαθηματικού Στάμου Τσιτσώνη που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.
Πρόκειται για δώδεκα συναρπαστικές ιστορίες στις οποίες ισορροπεί ευφυώς το φανταστικό με το πραγματικό στοιχείο, η επιστημονική πληροφόρηση με τη μυθοπλασία, το χιούμορ με την τέχνη της αφήγησης. Η μικρή φόρμα του διηγήματος αποκαλύπτει, επίσης, την ικανότητα του συγγραφέα να δημιουργεί ευρηματικές, πυκνές νοημάτων, ιστορίες, που αν και βασικό τους θέμα είναι ένα μαθηματικό ή ένα επιστημονικό ζήτημα δεν στερούν από τον αναγνώστη την απόλαυση της ανάγνωσης.
Παρουσίαση από τον Γιώργο Καρουζάκη
Φανταστείτε το παράξενο ταξίδι ενός τρένου με μυστηριώδη προορισμό, όπου το πέρασμα των επιβατών από το ένα βαγόνι στο άλλο αλλάζει δραματικά τη ζωή τους ή μια απρόβλεπτη συνάντηση με τον Γάλλο μαθηματικό του 17ου αιώνα Πιερ ντε Φερμά. Αλλά και μια συμφωνία με έναν λευκοντυμένο διάβολο, που προσπαθεί να βρει λύση σε ένα από τα δυσκολότερα μαθηματικά προβλήματα της εποχής. Αυτά είναι ορισμένα μόνο από τα θέματα της συλλογής διηγημάτων, «Χωρίς Απόδειξη» του συγγραφέα και μαθηματικού Στάμου Τσιτσώνη που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.
Πρόκειται για δώδεκα συναρπαστικές ιστορίες στις οποίες ισορροπεί ευφυώς το φανταστικό με το πραγματικό στοιχείο, η επιστημονική πληροφόρηση με τη μυθοπλασία, το χιούμορ με την τέχνη της αφήγησης. Η μικρή φόρμα του διηγήματος αποκαλύπτει, επίσης, την ικανότητα του συγγραφέα να δημιουργεί ευρηματικές, πυκνές νοημάτων, ιστορίες, που αν και βασικό τους θέμα είναι ένα μαθηματικό ή ένα επιστημονικό ζήτημα δεν στερούν από τον αναγνώστη την απόλαυση της ανάγνωσης.
Συνεπώς, δεν απαιτούνται εξειδικευμένες μαθηματικές γνώσεις από τους αναγνώστες για να παρακολουθήσουν το περιεχόμενο κάθε ιστορίας. Ούτε χρειάζεται να γνωρίζει κάποιος αν όσα περιγράφονται στα διηγήματα έχουν συμβεί για να τα κατανοήσει την ουσία τους. Ωστόσο, οι μυημένοι στην επιστήμη μπορούν να διακρίνουν τη βαθιά γνώση του συγγραφέα σε κάθε επιστημονικό ζήτημα που εμπλέκει στις ιστορίες του.
Ας δούμε, όμως, συνοπτικά ορισμένα από τα θέματα των διηγημάτων. Στην «Επιβράβευση», το πρώτο διήγημα της έκδοσης, η προσωπική ικανοποίηση του μαθηματικού Αρίσταρχου Σαμιωτάκη για τη συμβολή του στην απόδειξη της Εικασίας του Πουανκαρέ, συγκρούεται με τη βαρετή οικογενειακή ζωή και την αδιαφορία της συντρόφου του.
Στο διήγημα «Το τρένο», ο συγγραφέας ενορχηστρώνει με οίστρο και κινηματογραφική οπτική το συναρπαστικό ταξίδι ενός αλλόκοτου τρένου με μυστηριώδη προορισμό και άπειρα βαγόνια, για να προσεγγίσει πολλαπλώς την έννοια του χρόνου, συνδυάζοντας το φανταστικό στοιχείο με τη θεωρία των αριθμών, αλλά και την υπαρξιακή διάσταση της αντίληψής μας για το χρόνο. Πρόκειται για μια ευφυής παραλλαγή του παραδόξου του «Ξενοδοχείου Hilbert», ενός ξενοδοχείου με άπειρο πλήθος δωματίων που είναι όλα κατειλημμένα, αν και κάθε νέος επισκέπτης που έρχεται βρίσκει πάντοτε θέση.
Στις «Διαμεσολαβήσεις» η αναζήτηση της λύσης ενός δύσκολου μαθηματικού προβλήματος ανακινεί, εκτός των άλλων, ερωτήματα για τα όρια της ανθρώπινης φύσης, ενώ στον «Τιμόθεο» μια επίσκεψη στο Άγιο Όρος δίνει το έναυσμα στον συγγραφέα να θέσει εμμέσως κάποια ερωτήματα για τη σχέση της θρησκείας με την επιστήμη και να εμπλέξει στη φιλοσοφική διάσταση των ερωτημάτων του το περίφημο θεώρημα της μη πληρότητας του Κουρτ Γκέντελ.
Με ανάλογο τρόπο το ταξίδι στη χώρα των μαθηματικών συνεχίζεται με αναφορές σε θέματα που αφορούν την τοπολογία, το Διαγώνιο θεώρημα, τη Θεωρία Πιθανοτήτων, το Νόμο των Μεγάλων Αριθμών, την Ακολουθία Φιμπονάτσι, τα επιτεύγματα του Alan Turing και αρκετών ακόμα επιφανών μαθηματικών. Αν και, όπως τονίσαμε, αυτό το ταξίδι δεν περιορίζεται μόνο στο πεδίο της επιστήμης. Επιβεβαιώνει την πεποίθηση ότι ο κόσμος των μαθηματικών και της επιστήμης δεν είναι λιγότερο συναρπαστικός από τους υπόλοιπους, αρκεί να μπορούμε, βέβαια, να διακρίνουμε την ομορφιά του και τις ιστορίες που έχει να μας αφηγηθεί.
Ερωτήσεις, αφορμή για συζήτηση, από τον Γιώργο Καρουζάκη
– Τι γνωρίζετε για την Εικασία του Πουανκαρέ ;
– Πώς συνδέεται το παράδοξο του «Ξενοδοχείου Hilbert» με το διήγημα «Το τρένο» του βιβλίου;
– Πώς θα περιγράφατε το πρόβλημα Ρ εναντίον ΝΡ ;
– Τι γνωρίζετε για το τελευταίο Θεώρημα του Φερμά;
– Με ποιο τρόπο συνδέει ο συγγραφέας τη θρησκεία με το Πρώτο θεώρημα της μη πληρότητας του Κουρτ Γκέντελ;
Συνέντευξη στον Γιώργο Καρουζάκη
Στη συλλογή διηγημάτων «Χωρίς Απόδειξη» του Στάμου Τσιτσώνη, δώδεκα ιστορίες με μαθηματικό θέμα εξάπτουν τη φαντασία και αποδεικνύουν ότι η επιστήμη μπορεί να γίνει πολύτιμη πηγή έμπνευσης για τη λογοτεχνία. Τα διηγήματα του συγγραφέα ισορροπούν ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, στο σαρκασμό και το χιούμορ, στο παράδοξο και τη λογική, στο σχόλιο και την αυστηρή πληροφόρηση. Συνεπώς, η κουβέντα που κάναμε με τον συγγραφέα είχε πολλές αφορμές.
– Τα διηγήματά σας ισορροπούν ευφυώς ανάμεσα στη μαθηματική επιστήμη και τη μυθοπλασία. Πώς γεννήθηκε η ιδέα του βιβλίου σας;
– Όλοι την χρειαζόμαστε την μυθοπλασία κύριε Καρουζάκη. Ο μύθος μας συντρόφευσε με την μορφή ενός παραμυθιού στα παιδικά μας χρόνια και μας συνοδεύει με την μορφή ενός ονείρου όταν μεγαλώνουμε. Όσον αφορά την διδασκαλία των μαθηματικών, για εμένα η μυθοπλασία αποτελούσε –και αποτελεί- ένα πολύ ισχυρό επιχείρημα για να μου ανοίξει ο μαθητής την πόρτα του νου του και να με φιλοξενήσει στη σκέψη του. Κάτι ανάλογο επεδίωξα και στα διηγήματα αυτά. Για φανταστείτε να μας χτυπήσει κάποιος την πόρτα και στην ερώτηση μας «Τι θέλετε;» να απαντήσει «Να σας μιλήσω για τα μαθηματικά.» Ε, δεν θα του κλείνατε την πόρτα; Αν όμως σας απαντούσε: «Θέλω να σας πω πια ιστορία,» ίσως και να του ανοίγατε. Από εκεί και πέρα εναπόκειται στον μυθοπλάστη να ισορροπήσει την ιστορία του ανάμεσα στα μαθηματικά και τη μυθοπλασία με τέτοιον τρόπο που να βρίσκεται ο αναγνώστης σε μια ενεργή ευχαρίστηση.
– Με ποιο τρόπο προσεγγίζετε, από συγγραφικής άποψης, τη σύζευξη της αφήγησης μιας ιστορίας με την αυστηρή επιστημονική πληροφορία;
– Η επιστημονική πληροφορία είναι και οφείλει να είναι αυστηρή. Είναι αποτέλεσμα λογικής επεξεργασίας και καταστάλαγμα προσπαθειών συχνά πολλών ανθρώπων. Πρέπει λοιπόν να τη σεβαστείς και αν θέλεις να την προσεγγίσεις χρειάζονται προσεκτικά βήματα. Πόσο μάλλον όταν θέλεις να την προσφέρεις στην κατά το δυνατόν απλοποιημένη μορφή της ώστε να γίνει προσιτή. Η αφήγηση εδώ παίζει τον ρόλο της γέφυρας για αυτή την προσέγγιση και το ύφος πρέπει να είναι τέτοιο που να μην θίγει τη σοβαρότητα της πληροφορίας. Ελπίζω στα διηγήματα αυτά να υπηρετείται αυτός ο σκοπός.
– Έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία στον στόχο του βιβλίου σας η επιλογή της μικρής φόρμας του διηγήματος;
– Το βιβλίο αυτό δεν είναι μια πραγματεία περί των μαθηματικών. Αποτελεί κατά κάποιον τρόπο μια διαδοχή σκηνών από τη ζωή κάποιων προσώπων, φανταστικών ή υπαρκτών που σχετίζονται με τα μαθηματικά. Συνεπώς, αυτές οι σκηνές όφειλαν να είναι σύντομες. Για να έχουν όμως μια αυτοτέλεια έπρεπε να έχουν αρχή μέση και στο τέλος μια «κάθαρση», η οποία στις περισσότερες ιστορίες εμφανίζεται μέσω μιας μικρής ανατροπής. Νομίζω πάντως πως είναι το πρώτο βιβλίο που εισέρχεται στον χώρο της λεγόμενης μαθηματικής λογοτεχνίας με την μορφή διηγημάτων.
– Σε κάθε ένα από τα διηγήματά σας παρουσιάζεται κι ένα σημαντικό μαθηματικό ή γενικότερα επιστημονικό ζήτημα. Γιατί επιλέξατε να μιλήσετε για τα συγκεκριμένα θέματα;
– Η επιλογή των προβλημάτων ή των ζητημάτων δεν έγινε με σκοπό να διδάξουν κάτι στον αναγνώστη. Ίσως να ήμουν και ο τελευταίος που θα επεδίωκε κάτι τέτοιο. Τα διηγήματα αυτά γράφηκαν με στόχο κυρίως την τέρψη του αναγνώστη και όχι την υποχρέωσή του να διαβάσει άλλα δέκα βιβλία για να κατανοήσει το Θεώρημα του Φερμά ή την έννοια της στατιστικής ομαλότητας ή την θεωρία του χάους για παράδειγμα, παρά το γεγονός ότι πλήθος τέτοια προβλήματα υπεισέρχονται αυτούσια ή με τις συνέπειές στους στην καθημερινή μας ζωή. Ωστόσο θέλω να πιστεύω πως ο τρόπος με τον οποίο εμφανίζονται τέτοια προβλήματα μέσα στις ιστορίες μου, θα αποτελέσει πρόκληση για αρκετούς να ανατρέξουν στις σημειώσεις του τέλους και από εκεί και πέρα όρεξη να έχουν…
– Υπάρχει ένα μαθηματικό ή άλλο θέμα που σας εξάπτει το ενδιαφέρον περισσότερο από άλλα ;
– Ο καθένας μας έχει ένα σωρό ερωτηματικά και ενδιαφέροντα που προσπαθεί να απαντήσει ή να πραγματοποιήσει. Πιστεύω όμως πως αναφέρεστε στις λογοτεχνικές μου ανησυχίες και προθέσεις. Αν λοιπόν δεν σφάλλω στην υπόθεσή μου, σας λέω πως θα ήθελα να προσεγγίσω λογοτεχνικά θέματα της φυσικής του μακρόκοσμου και του μικρόκοσμου, που νομίζω ότι έχουν τεράστιο ενδιαφέρον και προσφέρονται για την παρουσίασή τους μέσω της μυθοπλασίας. Υπάρχει βέβαια στο πίσω μέρος του νου μου και η ολοκλήρωση μιας μυθιστορηματικής βιογραφίας ενός (φανταστικού;) σύγχρονου μαθηματικού.
– Στο διήγημά σας «Το τρένο» γράφετε με απρόβλεπτο τρόπο για την έννοια του χρόνου, συνδυάζοντας στοιχεία από τη θεωρία των αριθμών και τη λογοτεχνία του φανταστικού. Πώς προέκυψε η ιδέα αυτού του διηγήματος ;
– Με το διήγημα αυτό θέλησα να περιγράψω πώς φαντάζομαι τον τρόπο που συνδυάζεται η ανάπτυξη των πρώτων αριθμών και η αραίωση της εμφάνισής τους πάνω στην ταινία των πραγματικών αριθμών. Ε! λοιπόν, παρομοίωσα αυτήν την ταινία με ένα τρένο που κινείται έτσι ώστε να δοθεί η αίσθηση της ταυτόχρονης ανάπτυξης των πρώτων αριθμών μέσα στον χρόνο-τρένο. Δηλαδή μια διπλή ανάπτυξη. Έτσι την αντιλαμβάνομαι εγώ. Από εκεί και πέρα έπρεπε να προσφέρω στον αναγνώστη τον μύθο μέσα από τους χαρακτήρες δύο μαθηματικών, του Νίκου Χατζηδάκη και του Νταβίντ Τρεμπλίχ (Χίλμπερτ), οι οποίοι ως επιβάτες αυτού του τρένου αισθητοποιούν τις μεταβολές του χρόνου και της ζωής (τους) παράλληλα με την ανάπτυξη των πρώτων αριθμών.
– Στο διήγημα «Τιμόθεος» αναγνωρίζετε συγγένειες ανάμεσα στα μαθηματικά και τη θρησκεία. Ποιο είναι το σημείο σύγκλισής τους;
– Βασικά ότι ερευνούν και τα δύο τα μεγάλα ερωτήματα του είναι και του γίγνεσθαι. Με διαφορετικές φυσικά προσεγγίσεις και μεθόδους. Η «τακτοποιημένη» άποψη της θρησκείας σχεδόν περί πάντων, μπορεί να ανακουφίζει τον ερευνητή αλλά παράλληλα του στερεί την ουσία της έρευνας μέσω του απλοποιημένου «πίστευε και μη ερεύνα». Νομίζω πως η αλήθεια στην θρησκεία έχει ανακαλυφθεί και η προσπάθεια της είναι να αισθητοποιήσει ο πιστός την φύση της.
Στα μαθηματικά η αλήθεια ανακαλύπτεται κάθε φορά που ένα πρόβλημα μικρό ή μεγάλο λύνεται ή αποδεικνύεται ότι δεν έχει λύση μέσω της λογικής. Η αναφορά μου στο θεώρημα της μη πληρότητας του Γκέντελ είναι το σημείο που με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο δημιουργεί τις λογικές αμφιβολίες που οφείλουμε ακόμη να αποσαφηνίσουμε. Εκεί ακριβώς ο ήρωας επικαλείται την βοήθεια κάποιου «τρίτου» . . .
– To χιούμορ είναι ένα χαρακτηριστικό αναγνωρίσιμο στα περισσότερα διηγήματά σας. Ποια σημασία έχει στις αφηγήσεις σας;
– Το χιούμορ! Μα δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς χιούμορ. Όπως είπαμε αυτό το βιβλίο έχει σκοπό την ευχαρίστηση του αναγνώστη. Όχι βεβαίως γράφοντας ανέκδοτα. Κάτι τέτοιο νομίζω πως θα ήταν πολύ εύκολο όσο και επικίνδυνο. Όταν όμως συσχετίζεις μια αυστηρή επιστήμη όπως τα μαθηματικά με το χιούμορ, πρέπει να είσαι πολύ προσεκτικός γιατί οφείλεις να σεβαστείς τα ίδια τα μαθηματικά και να μη βεβηλώσεις την αξία τους με τετριμμένα τερτίπια ή χυδαιότητες. Εδώ το όποιο χιούμορ αναφέρεται στους χαρακτήρες των ανθρώπων-μαθηματικών και κυρίως στις έξυπνες επινοήσεις τους, στις συνέπειες της εφαρμογής της δογματικής σκέψης τους ή ακόμη και στην ματαιοδοξία τους.
– Υπάρχουν κάποια βιβλία ή συγγραφείς που ξεχωρίζετε και θεωρείτε ότι επηρέασαν το βλέμμα σας ;
– Από του ξένους συγγραφείς ομολογώ πως το ύφος του Hector Munro (Σάκι) με έχει επηρεάσει σημαντικά. Αν ζούσε μερικά χρόνια ακόμη η λογοτεχνία των σύντομων ιστοριών (short stories) στην οποία κατηγορία ανήκει τούτο το βιβλίο θα είχε αναπτυχθεί περισσότερο και καλύτερα. Το ίδιο ισχύει και για τον O. Henry. Όσον αφορά τους Έλληνες οφείλω να αναφερθώ με σεβασμό στον «Θείο Πέτρο και την εικασία του Γκόλντμπαχ» του Απόστολου Δοξιάδη και με ανάλογη τιμή στα «Πυθαγόρεια εγκλήματα» του Τεύκρου Μιχαηλίδη τα οποία μπορεί να μην ανήκουν στο είδος που ανήκει αυτό το βιβλίο αλλά αποτέλεσαν, για εμένα τουλάχιστον, αφορμή να ασχοληθώ με την μαθηματική λογοτεχνία, ή τα λογοτεχνικά μαθηματικά αν θέλετε.
© Copyright 2001-2012 Θαλής + Φίλοι.
designed & developed by ELEGRAD