Πώς γράφεις για την ανθρώπινη τραγωδία; Ο κίνδυνος, στην περίπτωση που το θέμα ενός μυθιστορήματος συνδέεται με τον πόνο και τη δυστυχία των άλλων, είναι να αφεθεί ο συγγραφέας σε μια στείρα, συναισθηματική και ηδονοβλεπτική εξιστόρηση των δεινών. Μια πρακτική που συνηθίζεται και θεωρείται κατάλληλη για να δημιουργήσει, στους λιγότερο απαιτητικούς αναγνώστες, την ψευδαίσθηση της ευαίσθητης πένας, που διαχειρίζεται, τελικά, τον πόνο και τη συντριβή με έναν τρόπο καθησυχαστικό, χωρίς εξάρσεις και ενοχλητικές παρεκτροπές.
Ευτυχώς, το νέο μυθιστόρημα με τίτλο «Καταραμένες Πολιτείες» (Εκδόσεις Κύφαντα) της Έλενας Χουσνή, με θέμα του τη δύσκολη ζωή των χανσενικών στο Λεπροκομείο της Σάμου στις πρώτες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα, βρίσκεται στον αντίποδα αυτής της προσέγγισης. Πρόκειται για ένα σκληρό ανάγνωσμα, βασισμένο σε στοιχεία που προέκυψαν από έρευνα για τις συνθήκες διαβίωσης στα λεπροκομεία που λειτούργησαν στη Σάμο και στη Σπιναλόγκα.
Παρουσίαση, από τον Γιώργο Καρουζάκη
Πώς γράφεις για την ανθρώπινη τραγωδία; Ο κίνδυνος, στην περίπτωση που το θέμα ενός μυθιστορήματος συνδέεται με τον πόνο και τη δυστυχία των άλλων, είναι να αφεθεί ο συγγραφέας σε μια στείρα, συναισθηματική και ηδονοβλεπτική εξιστόρηση των δεινών. Μια πρακτική που συνηθίζεται και θεωρείται κατάλληλη για να δημιουργήσει, στους λιγότερο απαιτητικούς αναγνώστες, την ψευδαίσθηση της ευαίσθητης πένας, που διαχειρίζεται, τελικά, τον πόνο και τη συντριβή με έναν τρόπο καθησυχαστικό, χωρίς εξάρσεις και ενοχλητικές παρεκτροπές.
Ευτυχώς, το νέο μυθιστόρημα με τίτλο «Καταραμένες Πολιτείες» (Εκδόσεις Κύφαντα) της Έλενας Χουσνή, με θέμα του τη δύσκολη ζωή των χανσενικών στο Λεπροκομείο της Σάμου στις πρώτες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα, βρίσκεται στον αντίποδα αυτής της προσέγγισης. Πρόκειται για ένα σκληρό ανάγνωσμα, βασισμένο σε στοιχεία που προέκυψαν από έρευνα για τις συνθήκες διαβίωσης στα λεπροκομεία που λειτούργησαν στη Σάμο και στη Σπιναλόγκα.
Η μυθοπλασία, τα πρόσωπα της ιστορίας και η καθημερινότητά τους, η σκληρή ζωή, το βάρος της ασθένειας και των προκαταλήψεων που αντιμετωπίζουν οι έγκλειστοι ήρωες, είναι η αντανάκλαση της άγριας πραγματικότητας που βίωσαν όσοι έζησαν στα λεπροκομεία της χώρας. «Η ιστορία, οι πρωταγωνιστές και τα γεγονότα είναι απολύτως φανταστικά. Είναι όμως απόρροια μιας ειλικρινούς διάθεσης απότισης τιμής και σεβασμού στο δράμα αυτών των ανθρώπων», σημειώνει η συγγραφέας στην εισαγωγή του βιβλίου.
Η Έλενα Χουσνή εισχωρεί με σεβασμό και γενναιότητα στο μικρόκοσμο των εγκλείστων, αναζητά τις ιδιαίτερες συνθήκες που οδήγησαν πολλούς από αυτούς στο λεπροκομείο. Ακόμη και υγιείς οδηγήθηκαν βιαίως εκεί, εξαιτίας της άγνοιας, λανθασμένων εκτιμήσεων και ποικίλων προκαταλήψεων. Δεν παρακολουθεί, επίσης, αποστασιοποιημένα τους ήρωές της. Μπαίνει στη θέση τους, νιώθει τα συναισθήματά τους, υιοθετεί το βλέμμα τους, την ψυχική τους κατάσταση, βιώνει την καθημερινότητά τους σε αυτή τη μικρή πολιτεία που δεν έχει ανάγκη από είδωλα. « Οι πιο αξιόπιστοι καθρέφτες είναι τα χαμηλωμένα πρόσωπα των παιδιών που ξεφορτώνουν τα τρόφιμα, οι λέξεις που φτύνουν οι μοδίστρες, οι πλύστρες και οι κουρείς που έρχονται κάθε τόσο. Κουβαλούν τη ψευδαίσθηση της κανονικότητας μαζί τους, για να τη διαλύσουν ευθύς αμέσως με τα βλέμματα που αποστρέφονται από τα πρόσωπα, που αποφεύγουν να κοιτούν, παρά μόνο όταν είναι απολύτως απαραίτητο».
Οι ανθρώπινες ιστορίες εντός του λεπροκομείου συμπλέκονται με τον έξω κόσμο, με τα πρόσωπα που υπήρχαν στη ζωή των ασθενών πριν από τον εγκλεισμό τους, ενώ το παρελθόν συνδέεται, μέσα από διαρκή φλας μπακ, με το παρόν και τις συνέπειες του στίγματος της ασθένειας όχι μόνο στη ζωή των ασθενών αλλά και σε εκείνη των οικογενειών τους. «Μπορεί το δέρμα να λάμπει, μα οι άλλοι το βλέπουν θαμπό. Αφού υπάρχει ένας στην οικογένεια, όλη η οικογένεια είναι άρρωστη. Λεπρή. Καταραμένη. Καταδικασμένη».
Η δράση, τα γεγονότα και η προέκταση των ιστοριών που εξελίσσονται στο βιβλίο, δεν περιορίζεται στη σκληρή πραγματικότητα. Κάθε σκοτεινή στιγμή – όσα περιγράφονται είναι, ορισμένες φορές, δυσβάσταχτα ακόμη και για τον πιο ψύχραιμο αναγνώστη- φέρει τη φωτεινή, αισιόδοξη απόληξή της. Υπάρχει περιθώριο να διακρίνεις ακόμη και στην πιο απάνθρωπη κατάσταση τη διαφυγή. Η δύναμη του έρωτα, κάποιες ανθρώπινες σχέσεις, υφαίνουν υπόγεια, μέσα στο βαθύ σκοτάδι, την υπόσχεση ενός χαμηλόφωνου ύμνου στη ζωή. Σε αυτό το περιβάλλον γεννιέται το θαύμα αλλά και το έγκλημα.
Οι «Καταραμένες Πολιτείες» είναι ένα βιβλίο που ανακινεί με τρόπο συγκλονιστικό ζητήματα που σχετίζονται με τη σημασία της μνήμης, της βαθιάς κατανόησης του άλλου, της συνύπαρξης, αλλά και της μισαλλοδοξίας, της άγνοιας, της προκατάληψης, τις διαφορετικές όψεις, δηλαδή, της αντιφατικής ανθρώπινης φύσης.
Ερωτήσεις, αφορμή για συζήτηση, από τον Γιώργο Καρουζάκη
Από τον Γιώργο Καρουζάκη
Tο νέο μυθιστόρημα της Έλενας Χουσνή, «Καταραμένες Πολιτείες» (Εκδόσεις Κύφαντα), εξερευνά με τρόπο θαρραλέο τις φωτεινές αλλά και τις σκοτεινότερες όψεις της ανθρώπινης ύπαρξης. Μια ιδιόμορφη ένταση διαπερνά ολόκληρη την ιστορία της, από την πρώτη έως και την τελευταία σελίδα του βιβλίου, που είναι αφιερωμένη στη δύσκολη ζωή των χανσενικών που έζησαν στις αρχές του προηγούμενου αιώνα στο Λεπροκομείο Καρλοβάσου στη Σάμο. Τα πραγματικά γεγονότα συνδέονται με τρόπο πρωτόγνωρο με τη μυθοπλασία και συνθέτουν ένα σκληρό έργο, φτιαγμένο από τα ευγενέστερα και τα σκληρότερα υλικά που συγκροτούν την αντιφατική ανθρώπινη φύση.
Ε.Χ.: Η αφορμή υπήρξε το κτίριο του Λεπροκομείου στο Καρλόβασι της Σάμου. Ένα υπέροχο αρχιτεκτονικά κτίσμα, ερειπωμένο σήμερα, σε μια ειδυλλιακή τοποθεσία. Είχε τραβήξει εδώ και χρόνια την προσοχή μου, και αποφασίσαμε με μια παρέα φίλων να αναζητήσουμε πληροφορίες για την ιστορία του. Αλλά κυρίως να αναζητήσουμε και να καταγράψουμε ιστορίες είτε από ανθρώπους που νοσηλεύτηκαν σε αυτό είτε με εκείνους που, με κάποιον τρόπο, συνδέθηκαν με τη λειτουργία του. Καθώς έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που έκλεισε, το 1966, ήταν δύσκολο να εντοπίσουμε ζώντες μάρτυρες, αλλά τα καταφέραμε. Αυτό με οδήγησε στο να διαβάσω για τη λέπρα και να αναζητήσω τις κοινωνιολογικές, ιατρικές και πολιτικές παραμέτρους σε σχέση με την ασθένεια στην Ελλάδα, παγκοσμίως αλλά και ιστορικά. Καθ`οδόν, και χωρίς να το καταλάβω, άρχισε να μορφοποιείται μια ιστορία. Κυρίως όμως η ανάγκη να μιλήσω για τους χανσενικούς, για τις συνθήκες ζωής τους, για τον εγκλεισμό τους, για το στίγμα της ασθένειας. Και κάπως έτσι γεννήθηκαν οι «Καταραμένες Πολιτείες».
Ε.Χ.: Υπήρξαν πολλές πραγματικές ιστορίες που προέκυψαν από τις αφηγήσεις ανθρώπων που είχαν ζήσει την εποχή που το Λεπροκομείο Καρλοβάσου λειτουργούσε. Κυρίως η αφήγηση, η συγκλονιστική ιστορία του Γιώργου από τη Σάμο, που έζησε εκεί ως παιδί. Ωστόσο, η ιστορία του βιβλίου είναι απολύτως φανταστική. Εκείνο που είναι πραγματικό είναι οι περιγραφές του κτιρίου που είναι απολύτως ακριβείς, καθώς και της καθημερινότητας των χανσενικών που, πράγματι, στηρίζονται σε αφηγήσεις αλλά και σε ιστορικό – αρχειακό υλικό.
Ε.Χ.: Ο βασικός άξονας του βιβλίου είναι η μνημοσύνη. Το κτίριο του Λεπροκομείου, κατά κάποιον τρόπο, είναι το πρόσχημα. Κάθε κτίριο, όμως, τόσο βεβαρυμμένο από ανθρώπινες ιστορίες, δημιουργεί ποικίλες παραπομπές. Περισσότερο την ανάγκη να μην ξεχνούμε. Τείνουμε, δυστυχώς, στο πλαίσιο δόμησης του κοινωνικού βιογραφικού μας, να απαλείφουμε τις «μελανές» σελίδες και να ωραιοποιούμε το παρελθόν. Ο εγκλεισμός των χανσενικών, η διαγραφή τους από τα «κιτάπια» της κοινότητας όταν ασθενούσαν, ο βίαιος εξοστρακισμός τους ήταν μια πρακτική απάνθρωπη, η οποία με πιο «κόσμιο», κατά την άποψή μου και πιο υποκριτικό, τρόπο εξακολουθεί να αποτελεί συνήθη κοινωνική πρακτική για τον εκάστοτε μειονεκτούντα. Τότε ήταν οι Λεπροί, αργότερα οι ασθενείς του AIDS, στην εποχή μας οι ψυχικά ασθενείς ή τα ΑμεΑ ή όποια ομάδα εκφεύγει του «μέσου όρου», αυτής της θλιβερής κοινωνικής κατασκευής που βάζει τη στατιστική πάνω από την ανθρωπιά. Το μπρος – πίσω στο χρόνο, λοιπόν, έχει ως στόχο να δείξει ακριβώς ότι παρά το πέρασμα του χρόνου και τη φαινομενική διαφοροποίηση των συνθηκών, κάποιες νοσηρές αντιλήψεις δεν έχουν αλλάξει.
Ε.Χ.: Δεν ήταν στοχευμένη η επιλογή του γλωσσικού ύφους. Νομίζω ότι ήταν το ίδιο το θέμα και η εξέλιξη της ιστορίας που επέβαλλαν μια συγκεκριμένη γλωσσική ένταση. Η σκληρότητα της καθημερινότητας των χανσενικών, η ιδιότυπη κοινωνία την οποία συγκρότησαν, οι συγκρούσεις των ηρώων στο παρελθόν και στο παρόν, αλλά και οι χαρακτήρες των ηρώων απαιτούσαν άλλοτε ένταση και άλλοτε ενδοσκόπηση, και η γλώσσα διαμορφωνόταν αντιστοίχως και ελπίζω με συμβατότητα.
Ε.Χ.: Η ανθρώπινη φύση είναι ικανή για το καλύτερο και το χειρότερο. Δεν μου αρέσουν οι γενικεύσεις αλλά, δυστυχώς, η ιστορία έχει αποδείξει ότι υπάρχει μια σκληρότητα απέναντι στο διαφορετικό. Η κοινωνία τείνει να κινείται προς μια επιδιωκόμενη και επιθυμητή ομοιομορφία. Αυτό, ίσως, γιατί είναι καθησυχαστική η ομοιομορφία. Είναι όμως και παράγοντας στασιμότητας. Πάντα οι λίγοι διαφορετικοί ήταν αυτοί που κυλούσαν τη ρόδα της Ιστορίας. Σε ό,τι αφορά τους μειονεκτούντες τώρα, η στάση ήταν ακόμη πιο σκληρή. Ήταν η απομόνωση, η απομάκρυνση, ο εγκλεισμός σε κατ`όνομα μόνο νοσηλευτήρια, τα οποία δεν ήταν παρά φυλακές που στόχο είχαν να απομακρύνουν τους ασθενείς, όχι να τους θεραπεύσουν. Δεν είναι τυχαίο ότι σε πρώτη φάση, η αντιμετώπιση των λεπρών είχε μια μεταφυσική – σωτηριολογική θέση. Ήταν οι αμαρτωλοί που τιμωρούνται, οι λεροί, αυτοί που αποτελούσαν κίνδυνο για την κοινότητα. Και η κοινότητα τούς απομόνωνε για να προφυλαχθεί από το άγος της αμαρτωλότητάς τους. Άργησε πολύ αυτή η αντίληψη να αντικατασταθεί από την ιατρική αντιμετώπιση των ασθενών. Η μικροψυχία, από την άλλη, αποκαλύφθηκε όταν σε αρκετές περιπτώσεις άνθρωποι κατήγγειλαν ως λεπρούς όσους αντιπαθούσαν ή είχαν ανοιχτούς λογαριασμούς μαζί τους. Αυτό ήταν εύκολο, καθώς η γνώση για την ασθένεια ήταν έως μηδενική, δεν υπήρχαν λεπρολόγοι, και ακόμη και η ύπαρξη ενός κόκκινου στίγματος, που θα μπορούσε να είναι και μια απλή δερματοπάθεια ή ένα έγκαυμα, μπορούσε να θεωρηθεί ως σύμπτωμα της ασθένειας.
Ε.Χ.: Όλες οι κοινωνίες πάσχουν από ανάλογες προκαταλήψεις. Στις μικρές κοινότητες, αυτές έχουν μεγαλύτερη ένταση επειδή και οι δεσμοί έχουν μεγαλύτερη εγγύτητα και ένταση, οι σχέσεις είναι πιο σφιχτές. Οι μικροί τόποι διαχρονικά πάσχουν από μια ιδρυματοποίηση που μπορεί να οδηγεί σε θαύματα αλληλεγγύης ή σε σκληρή απομόνωση. Η ελληνική πραγματικότητα δεν διαφέρει από αυτή άλλων ευρωπαϊκών χωρών σε ό,τι φορά το θέμα της αντιμετώπισης της λέπρας. Ήταν η ίδια η γνώση και η πρόοδος της επιστήμης που έσπασε τα τείχη της απομόνωσης και έδωσε θεραπεία στους ασθενείς και παρηγοριά στις οικογένειές τους. Μια μικρή διαφοροποίηση θα εντόπιζα ίσως στον στιγματισμό των ασθενών και του περίγυρού τους. Νομίζω ότι στην Ελλάδα τα στίγμα είναι πιο έντονο, και εκεί θα πρέπει να δουλέψουμε όλοι περισσότερο. Υπάρχει και ένα ισχυρό θυμικό στοιχείο που κάνει τις στάσεις και τις προκαταλήψεις να βαθαίνουν. Δυστυχώς. Όπως σας είπα και νωρίτερα, το θέμα της λέπρας είναι το πρόσχημα σε αυτό το βιβλίο. Η αλήθεια του, εάν έχω καταφέρει να την αναδείξω, έχει να κάνει με την υποκριτική στάση μας απέναντι σε ό,τι δεν καταλαβαίνουμε, δεν μας ταιριάζει, είναι διαφορετικό. Την εύκολη απόρριψη. Την άρνηση να ακούσουμε, να αφουγκραστούμε, να καταλάβουμε.
Ε.Χ.: Οι ήρωες καλούνται να ανταποκριθούν σε δύσκολες καταστάσεις. Η πίεση είναι δυσβάστακτη. Έχουν να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της ίδιας της ασθένειας που τους στερεί την στοιχειώδη αξιοπρέπεια, την ελπίδα, την ίδια την ταυτότητα. Από την άλλη, ο εγκλεισμός, η διαγραφή τους από την κοινωνία, ο στιγματισμός των οικογενειών τους, κάνουν το βάρος δυσβάστακτο. Σε όλα αυτά έχουν να προστεθούν και οι αδίστακτοι εκμεταλλευτές της ευαλωτότητάς τους. Όλα αυτά συνθέτουν οριακές συναισθηματικά καταστάσεις και συνθήκες που μπορούν να γεννήσουν και το έγκλημα. Όμως, αυτό που εγώ ήθελα να αναδείξω ήταν ότι η αναμέτρηση καθενός με τους δαίμονές του, με την προσωπική του τραγωδία, παραμένει παρά τις δυσκολίες των συνθηκών μια προσωπική μάχη. Άλλοι ατσαλώνονται και προχωρούν, δίνουν την μάχη και κερδίζουν, δεν ξεχνούν αλλά αναμετρούνται και αποφασίζουν να κάνουν βήματα προς τα εμπρός. Άλλους πάλι, το παρελθόν τους κρατά δέσμιους σε μια ακινησία, σε μια οργή χωρίς τέλος. Και εκεί γεννιούνται τα τέρατα και τα δράματα. Η αστυνομική διάσταση δεν είναι παρά η ψυχολογική διερεύνηση αυτού του ατομικού, στην πραγματικότητα, στοιχήματος και του πώς διαχειρίζεται κανείς την οργή του σε οριακές καταστάσεις.
© Copyright 2001-2022 Θαλής + Φίλοι.
designed & developed by ELEGRAD