Τι είναι η ιστορία; Στο νέο βιβλίο «Φιλοσοφία της Ιστορίας» (εκδόσεις Πόλις) της Βάσως Κιντή, καθηγήτρια Φιλοσοφίας της Επιστήμης και Αναλυτικής Φιλοσοφίας του 20ού αιώνα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, η ιστορία μοιάζει με σπάνιο παλίμψηστο. Η συγγραφέας με τρόπο αναλυτικό, διαυγή και με οξυδέρκεια επιτρέπει στους αναγνώστες, εξοικειωμένους ή όχι με ιστοριογραφικά ή φιλοσοφικά ζητήματα, να παρατηρήσουν από κοντά πολλές από τις επιστρώσεις και τις πτυχές της ιστορίας. Αυτού του ρευστού, ευμετάβλητου πεδίου που εκβάλλει στο παρόν από το παρελθόν.
«Μπορούμε να έχουμε έγκυρη γνώση του παρελθόντος αφού αυτό δεν υπάρχει πια; Τι είναι τα γεγονότα και σε τι διαφέρουν από τα συμβάντα; Μοιάζουν οι ιστορικοί με δικαστές, με ψυχαναλυτές ή με ντετέκτιβ; Τι εννοούμε όταν λέμε θα μάς κρίνει η ιστορία;»
Αυτά είναι ορισμένα μόνο από τα ερωτήματα του βιβλίου που ξεχωρίζει ως τολμηρός φιλοσοφικός στοχασμός πάνω στην ιστοριογραφία. Την ίδια στιγμή, η εξαντλητική εργασία, το βλέμμα και η αναλυτική δεινότητα της συγγραφέως συγκροτούν, χωρίς ίχνος διδακτισμού, ένα υπόδειγμα, για το πώς μπορούμε να προσεγγίζουμε όχι μόνο την ιστορία αλλά δεκάδες κρίσιμα ζητήματα στο χαοτικό περιβάλλον της ψηφιακής εποχής.
Μία έκδοση πολύτιμη, όχι μόνο για την πανεπιστημιακή κοινότητα αλλά για κάθε πολίτη. Με την ευκαιρία της πρόσφατης κυκλοφορίας του βιβλίου της, η καθηγήτρια Βάσω Κιντή απαντά στα ερωτήματά μας.
Συνέντευξη στον Γιώργο Καρουζάκη
Τι είναι η ιστορία; Στο νέο βιβλίο «Φιλοσοφία της Ιστορίας» (εκδόσεις Πόλις) της Βάσως Κιντή, καθηγήτρια Φιλοσοφίας της Επιστήμης και Αναλυτικής Φιλοσοφίας του 20ού αιώνα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, η ιστορία μοιάζει με σπάνιο παλίμψηστο. Η συγγραφέας με τρόπο αναλυτικό, διαυγή και με οξυδέρκεια επιτρέπει στους αναγνώστες, εξοικειωμένους ή όχι με ιστοριογραφικά ή φιλοσοφικά ζητήματα, να παρατηρήσουν από κοντά πολλές από τις επιστρώσεις και τις πτυχές της ιστορίας. Αυτού του ρευστού, ευμετάβλητου πεδίου που εκβάλλει στο παρόν από το παρελθόν.
«Μπορούμε να έχουμε έγκυρη γνώση του παρελθόντος αφού αυτό δεν υπάρχει πια; Τι είναι τα γεγονότα και σε τι διαφέρουν από τα συμβάντα; Μοιάζουν οι ιστορικοί με δικαστές, με ψυχαναλυτές ή με ντετέκτιβ; Τι εννοούμε όταν λέμε θα μάς κρίνει η ιστορία;»
Αυτά είναι ορισμένα μόνο από τα ερωτήματα του βιβλίου που ξεχωρίζει ως τολμηρός φιλοσοφικός στοχασμός πάνω στην ιστοριογραφία. Την ίδια στιγμή, η εξαντλητική εργασία, το βλέμμα και η αναλυτική δεινότητα της συγγραφέως συγκροτούν, χωρίς ίχνος διδακτισμού, ένα υπόδειγμα, για το πώς μπορούμε να προσεγγίζουμε όχι μόνο την ιστορία αλλά δεκάδες κρίσιμα ζητήματα στο χαοτικό περιβάλλον της ψηφιακής εποχής. Μία έκδοση πολύτιμη, όχι μόνο για την πανεπιστημιακή κοινότητα αλλά για κάθε πολίτη.
Με την ευκαιρία της πρόσφατης κυκλοφορίας του βιβλίου της, η καθηγήτρια Βάσω Κιντή απαντά στα ερωτήματά μας.
Όποιος έχει αναρωτηθεί ποτέ γιατί η ιστορία που έγραψε ο τάδε ιστορικός είναι καλύτερη από αυτήν που έγραψε ο δείνα, όποιος έχει σταθεί να σκεφτεί γιατί γράφουμε και ξαναγράφουμε την ιστορία, όποιος απορεί γιατί βλέπουν πολύ διαφορετικά τα ίδια γεγονότα διαφορετικοί άνθρωποι, γιατί π.χ., άλλοι χαρακτηρίζουν τα γεγονότα του 1821 επανάσταση, άλλοι εξέγερση, άλλοι πόλεμο της ανεξαρτησίας, όποιος προβληματίζεται για τη σημασία της φράσης «θα τον κρίνει η ιστορία», όποιος σκέφτεται μήπως δεν αποφασίζουμε ελεύθερα να δράσουμε ως ιστορικά υποκείμενα, θα βρει στο βιβλίο τη συζήτηση αυτών και άλλων συναφών αποριών και ερωτήσεων.
Θα δει πώς τις επεξεργάστηκαν σπουδαίοι φιλόσοφοι και ιστορικοί και θα μπορεί να τις χειρίζεται με έναν πιο οργανωμένο και σαφή τρόπο. Ακόμη κι αν δεν είχε ποτέ αυτές τις απορίες, αλλά τον γοητεύει η ιστορία και παρακολουθεί τις διαμάχες γύρω από αυτήν, θα ανακαλύψει στο βιβλίο διαστάσεις των θεμάτων που θα κάνουν, ελπίζω, την κατανόησή τους βαθύτερη και πιο σύνθετη. Το βιβλίο είναι ένας φιλοσοφικός στοχασμός πάνω στην ιστοριογραφία.
Θα μπορούσα να πω απλώς πως ήταν ένας τρόπος να οργανώσω το υλικό μου. Ωστόσο, δεν ήταν τυχαία αυτή η επιλογή. Στην ιστορία της σκέψης, ιδίως από τη νεωτερικότητα και μετά, κυριαρχεί μία αντίληψη που τοποθετεί το υποκείμενο απέναντι στον κόσμο τον οποίο επιχειρεί να γνωρίσει. Οι επιμέρους επιστήμες επιχειρούν να γνωρίσουν τμήματα της πραγματικότητας. Η φυσική, π.χ., επιχειρεί να γνωρίσει τον φυσικό κόσμο, η βιολογία τα φαινόμενα της ζωής και, κατ’ αναλογίαν, η ιστορία τα γεγονότα του παρελθόντος. Υποτίθεται πως το υποκείμενο, στην προσπάθειά του να αποκτήσει γνώση, κατασκευάζει μία αναπαράσταση του κόσμου σαν να ήταν ο νους του ένας καθρέφτης. Όπως γράφω στο βιβλίο, ο Λουκιανός παρομοιάζει την κρίση του ιστορικού με καθρέφτη που αντανακλά με ακρίβεια όσα αφηγείται, χωρίς διαστρεβλώσεις και χρωματισμούς. Αυτό το σχήμα έχει αμφισβητηθεί.
Εντούτοις, βρίσκεται στη βάση των επιφυλάξεων που εκφράζονται για το κατά πόσον μπορούμε π.χ., να έχουμε αντικειμενικότητα στην ιστορία ή να διακρίνουμε τις έγκυρες από τις μη έγκυρες ιστορικές αφηγήσεις. Γι’ αυτό το επέλεξα. Για να εξετάσω τις ενστάσεις σχετικά με την ιστορική γνώση στο πλαίσιο εντός του οποίου εγείρονται. Λέω, όμως, ότι χρησιμοποιώ αυτό το σχήμα μεθοδολογικά, δηλαδή σαν εργαλείο. Δεν εκφράζει κάποια δική μου μεταφυσική ή γνωσιολογική δέσμευση, ότι π.χ., πράγματι το υποκείμενο αντιπαραβάλλεται προς τον κόσμο ή ότι πράγματι γνωρίζουμε μέσω αναπαραστάσεων.
Το βιβλίο είναι φιλοσοφικό και εξετάζει φιλοσοφικά θέματα στο πεδίο της ιστορίας. Είτε φιλοσοφικά θέματα γενικού ενδιαφέροντος που αφορούν και την ιστορία, όπως π.χ., το ζήτημα της αλήθειας που εγείρεται για κάθε επιστήμη και, βεβαίως, την ιστορία, είτε φιλοσοφικά θέματα που αφορούν ειδικά την ιστορία, π.χ., τι είναι το παρελθόν και τι το ιστορικό παρελθόν.
Προσπάθησα να έχω τους αναγνώστες μαζί μου στην ανάπτυξη και αξιολόγηση φιλοσοφικών επιχειρημάτων και θέσεων. Να τους επισημάνω διαφορετικές σημασίες εννοιών (π.χ., τις διαφορετικές σημασίες της λέξης ‘ιστορία’), να αναδείξω διακρίσεις (π.χ., άλλο μία πράξη και άλλο μία αντανακλαστική κίνηση έστω και αν γίνεται με τον ίδιο τρόπο), να προβάλλω τις συνέπειες κάποιων θέσεων.
Λέμε π.χ., συχνά «δεν υπάρχει αντικειμενικότητα». Τι σημαίνει, όμως, αυτό; Τι συνέπειες έχει για την ιστορία αν δεχθούμε ότι κανένα ιστορικό κείμενο δεν είναι αντικειμενικό; Είναι όλα αναξιόπιστα; Δεν μπορούμε να διακρίνουμε ανάμεσα σε έγκυρες και μη έγκυρες ιστορίες; Με ενδιαφέρει να ακολουθήσουν οι αναγνώστες φιλοσοφικές διαδρομές και να εκτιμήσουν τη φιλοσοφική σκέψη.
Φιλοσοφία δεν είναι να καταγράφουμε τι είπε ο ένας ή η άλλη φιλόσοφος. Έχω και εγώ πολλές αναφορές σε φιλοσόφους στο βιβλίο αλλά χρησιμοποιώ τις διατυπώσεις τους ως εναύσματα ή ως στηρίγματα για να αναπτύξω μια φιλοσοφική κριτική ή μια σκέψη. Η φιλοσοφία ανοίγει νέους δρόμους, οδηγεί σε νέους κόσμους, σε μαθαίνει να σκέφτεσαι διαφορετικά, να εξετάζεις δυνατότητες, να αμφισβητείς κοινοτοπίες. Με τη φιλοσοφία της ιστορίας η ιστορία αποκτά, θα έλεγα, μια διάσταση βάθους.
Όπως γράφω στο βιβλίο, η ιστορία έχει χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν ως θεραπαινίδα της φιλοσοφίας προσφέροντας παραδείγματα για ηθική διδασκαλία, αλλά και ως θεραπαινίδα της πολιτικής, της Εκκλησίας και του Κράτους. Προσέφερε μια γενεαλογία στα κράτη-έθνη τον 19ο αιώνα και χρησιμοποιείται ακόμη από το κράτος και τα κόμματα για πολιτικούς σκοπούς. Ας σκεφτούμε την αντιδικία για την ιστορία με τη Βόρεια Μακεδονία, ας σκεφτούμε τις αντιδικίες για τα σχολικά βιβλία ιστορίας σε πάρα πολλές χώρες του κόσμου. Ο έλεγχος της ιστορίας προσφέρει ισχύ.
Όσο για τις προσδοκίες θα έλεγα ότι ποικίλλουν. Οι ιστορικοί, στην αιχμή της έρευνας στα πανεπιστήμια, πιστεύω ότι επιζητούν και κάνουν μια πιο κριτική ιστορία που αποδομεί μύθους και στερεότυπα. Ο περισσότερος κόσμος θέλει μια πιο παραμυθητική και καθησυχαστική ιστορία που ενισχύει την ήδη διαμορφωμένη και συνήθως εξωραϊσμένη αυτοεικόνα ενός τόπου, μιας ομάδας, ενός λαού.
Πάντως, αν το ερώτημα για το τι προσδοκούμε είναι διαπιστωτικό, θα μπορούσε να απαντηθεί καλύτερα από έναν ιστορικό που καλείται να εκπληρώσει αυτές τις προσδοκίες. Αν είναι κανονιστικό—τι πρέπει να προσδοκούμε—, θα έλεγα ότι θα πρέπει να προσδοκούμε να εμπλουτιστεί η ιστορία με νέα ερωτήματα και νέες πηγές ή ύλη, να γίνει πιο τολμηρή, πιο κριτική, πιο διεισδυτική.
Η χρήση των τεκμηρίων από τους ιστορικούς παρομοιάζεται συχνά με τη χρήση των τεκμηρίων από τους δικαστές ή τους ντετέκτιβ. Την αναλογία κάνουν τόσο ο φιλόσοφος Robin Collingwood όσο και o ιστορικός Carlo Ginzburg. Και οι τρεις, δικαστής, ιστορικός, ντετέκτιβ, χρησιμοποιούν ίχνη και τεκμήρια που συγκεντρώνουν για να αποδείξουν αν έγινε μια πράξη, πότε έγινε και από ποιον. Ο Ginzburg προσθέτει και τον ψυχαναλυτή.
Όπως ο ειδήμονας της τέχνης του 19ου αιώνα Giovanni Morelli εστίαζε σε λεπτομέρειες και περιθωριακά στοιχεία για να εξακριβώσει την αυθεντικότητας έργων τέχνης (π.χ., πώς ζωγράφιζε ένας καλλιτέχνης τον λοβό του αυτιού) έτσι, λέει ο Ginzburg, και ο Freud και ο φροϋδικός ψυχαναλυτής, αλλά και ο ιστορικός, στηρίζονται σε λεπτομέρειες, που συνήθως θεωρούνται ασήμαντες ή περνούν απαρατήρητες από τον μη ειδικό, για να διαμορφώσουν μια πλούσια εικόνα για τα συγκεκριμένα άτομα ή γεγονότα που τους ενδιαφέρουν (π.χ., ο ψυχαναλυτής μπορεί να εστιάσει σε ένα γλωσσικό ολίσθημα, ενώ ο ιστορικός σε μια ιδιωτική επιστολή ή ένα παραμελημένο αρχείο).
Βέβαια υπάρχουν και διαφορές. Π.χ., ο δικαστής είναι υποχρεωμένος να εκφέρει μία αξιολογική κρίση, εάν ο κατηγορούμενος είναι αθώος ή ένοχος, η οποία μάλιστα μπορεί να έχει συνέπειες τιμωρητικού χαρακτήρα. Οι ιστορικοί, όταν φτάνουν σε αξιολογικές κρίσεις το κάνουν πολύ πιο έμμεσα. Συνήθως, αποφεύγουν να πουν αν ο ένας ή ο άλλος είχαν δίκιο ή έκαναν το σωστό, εν ονόματι μάλιστα μιας παρεξηγημένης επιστημονικότητας που αποβάλλει τις αξίες από τον επιστημονικό λόγο.
Εντούτοις, η χρήση της γλώσσας εκδηλώνει τη χρήση αξιών. Αν π.χ., χρησιμοποιήσουν τον όρο ‘εισβολή’ που μοιάζει καθαρά περιγραφικός, σημαίνει ότι επιρρίπτουν την ευθύνη σε αυτόν που την κάνει. Το να είσαι εισβολέας είναι κάτι κακό. Αντίθετα το να κάνεις επανάσταση θεωρείται συνήθως κάτι επαινετέο.
«Οι ιστορικοί δεν είναι ιεροκήρυκες», λέει συχνά ο ιστορικός των ιδεών Quentin Skinner. Παρ’ όλα αυτά λέμε και σήμερα ότι θα μάς κρίνει η ιστορία, δηλαδή θα αποδώσει δίκαιο, ενώ παλαιότερα, όταν η ιστορία ήταν συνδεδεμένη με τον ρητορικό λόγο, παραδείγματα από την ιστορία (π.χ., ανδρείας, αρετής, κ.λπ.) χρησιμοποιήθηκαν για ηθική διδασκαλία.
Δεν είναι απλή συνήθεια. Είναι ζωτική ανάγκη. Δεν μπορούμε να ζήσουμε ως άνθρωποι μια ζωή που διαφέρει από του ζώου χωρίς τη μνήμη της ιστορίας. Μας συμβαίνει στην καθημερινή μας ζωή. Θέλουμε να ξέρουμε από πού κρατάει η σκούφια μας. Πώς φθάσαμε εδώ που είμαστε. Ανάλογα ισχύουν για τους λαούς και τα έθνη. Αναζητούμε μια ευγενή θα λέγαμε αρχή. Η ιστορία μας μάς δίνει αξία.
Και στην Ελλάδα επικαλούμαστε και διεκδικούμε μια πολύ μακρά ιστορία. «Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια/που μου εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρω πού να/τ’ ακουμπήσω», έγραφε ο Σεφέρης. Είναι μεγάλη τιμή αυτή η μακρά ιστορία αλλά συγχρόνως μεγάλο βάρος. ‘Όχι μόνο για την ευθύνη που συναισθανόμαστε παραλαμβάνοντας αυτήν την κληρονομιά, αλλά γιατί η συνεχής επίκληση του παρελθόντος βαραίνει πάνω μας, μάς κρατάει πίσω, δεν μάς αφήνει να αναπτύξουμε τα δικά σχέδια, να δημιουργήσουμε ελεύθερα τη δική μας ζωή.
Η σκιά του παρελθόντος μάς υποχρεώνει να αναμετριόμαστε συνεχώς με μεγέθη που έχουν λάβει μυθικές διαστάσεις και απέναντι στα οποία αισθανόμαστε πολύ μικροί και ασήμαντοι. Σκεφτείτε αν μπορεί εύκολα να χαρακτηρίσει κανείς τον εαυτό του φιλόσοφο στη σύγχρονη Ελλάδα όταν έχει να συγκριθεί με τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα. Ακούγεται σαν ασέβεια, βλασφημία ή σαν ανόητη υπεροψία. Αντί όμως να εκλαμβάνουμε το παρελθόν σαν βάρος, είναι καλύτερα να το μελετάμε κριτικά και διερευνητικά. Όπως μου είχε πει κάποτε ο φιλόσοφος Michael Frede, αν δεν ασχοληθείς με την περιουσία που κληρονόμησες, μπορεί εύκολα να τη χάσεις.
Ένας ιστορικός είναι καταλληλότερος να απαντήσει αυτό το ερώτημα. Ξέρει καλύτερα πώς εξελίσσεται το τοπίο. Αυτό που εγώ παρατηρώ τα τελευταία χρόνια είναι μια στροφή προς την παγκόσμια ιστορία αλλά και σε μετα-αποικιακές (post-colonial), απο- αποικιακές (de-colonial), ή αντι-αποικιακές (anti-colonial) σπουδές.
Δεν ασχολήθηκα με αυτά τα θέματα στο βιβλίο διότι το δικό μου ενδιαφέρον εστίασε σε εκείνες τις εξελίξεις που συνδέονται πιο καθαρά με φιλοσοφικά ζητήματα. Π.χ., παρουσίασα τη Σχολή των Annales επειδή αμφισβητούσε με διάφορους τρόπους ότι η ιστορία ασχολείται με πράξεις ανθρώπων, έπαιρνε αποστάσεις από την αφήγηση ή επειδή έκλινε προς μία επιστημονικότητα που στηριζόταν στην ποσοτικοποίηση. Ή έκανα κριτική σε μεταμοντέρνους ιστορικούς επειδή οι θέσεις τους συνδέονται με τα ζητήματα της αντικειμενικότητας και της αλήθειας. Προφανώς, και οι μετα-αποικιακές σπουδές θέτουν φιλοσοφικά ζητήματα αλλά πιστεύω ότι αυτά μπορούν να αντιμετωπιστούν με τα εργαλεία που δίνει το βιβλίο.
Ναι, βέβαια. Οι εξελίξεις στη θεωρία συνδέονται σχεδόν πάντοτε με τη ζωή, είτε προδρομικά είτε εκ των υστέρων. Η απο-αποικιοποίση στη θεωρία της ιστορίας συνδέεται με τις ενέργειες που αναφέρετε. Άλλωστε η ιστορία σήμερα γίνεται αρκετά διεπιστημονικά και επηρεάζεται από ανάλογες εξελίξεις και σε άλλους κλάδους, π.χ., τη λογοτεχνική θεωρία ή την ανθρωπολογία. Επίσης, η τάση σήμερα είναι η ιστορία να γίνει πιο πολιτική, πιο ακτιβιστική, πιο relevant. Το ιδεώδες της ουδετερότητας και της αποστειρωμένης επιστημονικότητας εγκαταλείπεται εν πολλοίς.
Στο βιβλίο περιγράφω πολλές σημασίες του όρου ‘αντικειμενικότητα’’. Μπορεί να σημαίνει μεταξύ άλλων, ουδετερότητα, αμεροληψία, απόλυτη σύλληψη της πραγματικότητας, στήριξη σε μηχανικά μέσα ή απρόσωπους κανόνες. Η απόλυτη σύλληψη της πραγματικότητας είναι πράγματι ανέφικτη, όπως εξηγώ στο βιβλίο, αλλά η αμεροληψία π.χ., είναι εφικτή. Άλλο αν τη θεωρούμε σωστή. Ο Collingwood, ας πούμε, επηρεασμένος μάλλον από τον Nietzsche, θεωρούσε πως η αρχή της αμεροληψίας, αν κατανοηθεί ως έλλειψη πάθους για το αντικείμενο που μελετάται, οδηγεί σε μια ευνουχισμένη ιστορία.
Στο βιβλίο υποστηρίζω πως η αντικειμενικότητα πρέπει να θεωρείται αξίωση της ιστορικής έρευνας, δηλαδή μια ιδέα που καθοδηγεί το έργο των ιστορικών. Αν εκλείψει αυτή η αξίωση, τότε δεν θα διαφέρει η ιστοριογραφία από τη λογοτεχνία. Ακόμη και οι ιστορίες που τονίζουν τη σημασία του ρόλου των ιστορικών στην απόδοση των ιστορικών γεγονότων, διέπονται από αυτή την ιδέα διότι στόχος είναι πάντοτε να συλλάβουμε κατά το δυνατόν σωστά το αντικείμενο, δηλαδή το ιστορικό παρελθόν. Το τι συνιστά αυτήν την αξίωση, δηλαδή το πώς κατανοείται, το ορίζει κάθε φορά, ρητά ή σιωπηρά, η επιστημονική κοινότητα των ιστορικών.
Ναι, ο αναχρονισμός θεωρείται αμάρτημα στην ιστορία. Σαν να προδίδεις το αντικείμενό σου. Αντί να φέρεις στην επιφάνεια το παρελθόν στην αμιγή του έκφραση, όπως ήταν όταν υπήρξε, το φορτώνεις με τις μέριμνες του σήμερα και το διαστρεβλώνεις. Ωστόσο, είναι αλήθεια πως είναι ανέφικτο να αποβάλει κανείς πλήρως τον «παροντισμό» (presentism), δηλαδή την εκκίνηση από το παρόν για τη μελέτη του παρελθόντος. Άλλωστε, όπως λέει και ο ιστορικός και φιλόσοφος της επιστήμης Hasok Chang, «το γράψιμο της ιστορίας, όπως και οι κηδείες, είναι για τους ζωντανούς».
Γι’ αυτό και αρκετοί ιστορικοί προσπαθούν όχι να απορρίψουν πλήρως τον αναχρονισμό, αλλά να διακρίνουν ανάμεσα στον καλό και στον κακό παροντισμό. Εγώ βλέπω το ταμπού του αναχρονισμού κατ’ ανάλογο τρόπο με την αντικειμενικότητα. Δεν μπορούμε να αποφύγουμε πλήρως τον αναχρονισμό, δεν μπορούμε να επιτύχουμε απολύτως την αντικειμενικότητα αλλά αποτελούν και τα δύο απαράγραπτες συνθήκες της ιστοριογραφίας. Αν δεν τις σέβεσαι, δεν γράφεις ιστορία, κάνεις κάτι άλλο. Και πάλι, όπως και με την αντικειμενικότητα, οι κανόνες δεν είναι ρητοί αλλά τίθενται από την κοινότητα των ιστορικών (όχι με αυθαίρετο τρόπο) μέσα στην πρακτική τού να γράφεται η ιστορία. Αυτή η πρακτική περιλαμβάνει συνέδρια, εκδόσεις, περιοδικά, δημοσιεύσεις, συζήτηση και κριτική.
Ο ρόλος της γλώσσας είναι απόλυτα καθοριστικός. Τα πάντα διαμεσολαβούνται από τη γλώσσα. Ακόμη και για να έχουμε εμπειρία χρειαζόμαστε έννοιες που μάς τις παρέχει η γλώσσα. Στα γεγονότα δεν έχουμε πρόσβαση χωρίς τη γλώσσα. Τα εξηγώ αυτά περισσότερο στο βιβλίο. Τώρα πιο ειδικά, ο γραπτός λόγος δεν είναι τόσο καθοριστικός. Είχαμε και έχουμε και προφορική ιστορία. Όμως ο προφορικός λόγος βασίζεται στην αμεσότερη εμπειρία και αποβλέπει στην αμεσότερη επικοινωνία. Ο γραπτός λόγος είναι πιο επιστημονικός θα λέγαμε και προσφέρεται για μια πιο μνημειακή ιστορία -αυτή που προορίζεται να ζήσει στην αιωνιότητα.
Πολλοί κλάδοι διεκδικούν τον τίτλο της επιστήμης διότι θεωρείται τιμητικός. Σημαίνει ότι όταν τον έχεις, αυτά που λες είναι έγκυρα. Τώρα, καλώς ή κακώς το πρότυπο της επιστήμης έχει συνδεθεί με τις φυσικές επιστήμες και τα μαθηματικά επειδή αυτοί οι κλάδοι διακρίνονται για την αυστηρότητα των συλλογισμών τους και θεωρείται ότι προσφέρουν έγκυρη και βέβαιη γνώση. Έτσι, σχεδόν αυτόματα, ένας κλάδος που διεκδικεί την εγκυρότητα των πορισμάτων του, συγκρίνεται αναπόφευκτα με αυτό το πρότυπο.
Χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια να δείξει κανείς ότι κάτι μπορεί να είναι έγκυρο χωρίς να μοιάζει κατ’ ανάγκην με τη φυσική, χωρίς να χρησιμοποιεί μαθηματικά. Στο βιβλίο δείχνω ότι στη διαδρομή του χρόνου οι επιστήμες δεν ήταν όλες του ίδιου τύπου, ότι και οι φυσικές επιστήμες διαφέρουν μεταξύ τους, ότι δεν υπάρχει μία επιστημονική μέθοδος που πρέπει να εφαρμόζει κάθε κλάδος, και ότι υπάρχουν πολλές αναλογίες ανάμεσα στην ιστοριογραφία και στην επιστημονική έρευνα στις φυσικές επιστήμες. Δηλαδή οι φυσικές επιστήμες έχουν έρθει πιο κοντά την ιστορία αντί να ζητούμε από την ιστορία να αντιγράψει τις φυσικές.
Επισημαίνω μάλιστα ότι στον χώρο της θεωρίας της ιστορίας κυριαρχεί ένα στερεότυπο για την επιστήμη που είναι παρωχημένο από τη σκοπιά της σύγχρονης φιλοσοφίας της επιστήμης. Αυτό το στερεότυπο χρησιμοποιείται για να γίνει η αντιδιαστολή με την ιστορία. Κατά τη γνώμη μου, το ερώτημα κατά πόσον η ιστορία είναι επιστήμη εκδηλώνει την αξίωση να διακρίνουμε ανάμεσα σε έγκυρα και μη έγκυρα ιστοριογραφικά κείμενα ή ανάμεσα στην ιστοριογραφία και μια ελεύθερη μυθοπλαστική σύνθεση.
Γίνονται τέτοιες προσπάθειες να αξιοποιηθεί η υπολογιστική ισχύς στην ιστορική έρευνα. Στο βιβλίο αναφέρω την περίπτωση του Peter Turchin, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Connecticut, ο οποίος, χρησιμοποιώντας πλήθος δεδομένων, θέλει με μαθηματικά μοντέλα να βρει νόμους της ιστορίας και να κάνει προβλέψεις, παρ’ότι αναγνωρίζει ότι θα υπάρχει μεγαλύτερη αβεβαιότητα σε σχέση με τους νόμους της φυσικής. Αλλά είναι σημαντικό ότι ο Turchin δεν είναι ιστορικός, προέρχεται από τις φυσικές επιστήμες. Οι ιστορικοί εξακολουθούν να επιμένουν στο συγκεκριμένο και στο ειδικό. Πάντως, η επένδυση στα μαθηματικά και στην τεχνολογία έχει ξαναγίνει στην ιστοριογραφία σε μια λογική επιστημονικοποίησης. Το συζητάω στο βιβλίο τόσο σε σχέση με τη σχολή των Annales όσο και με την Κλειομετρία.
Σίγουρα είναι χρήσιμη. Γι’ αυτό γράφεται, διαβάζεται, γίνεται ταινίες, τηλεοπτικές σειρές κ.λπ. Το κρίσιμο είναι γιατί είναι χρήσιμη. Μόνο γιατί είναι γοητευτική και συναρπάζει; Μόνο επειδή μάς λέει μια ιστορία προσφέροντάς μας ίσως παραμυθία; Μάλλον, όχι! Έχει πιο ζωτικό ρόλο. Η ιστορία επιτελεί πολλούς και διαφορετικούς σκοπούς για άτομα και ομάδες. Επειδή είναι σημαντική, όλες οι χώρες την περιλαμβάνουν π.χ., στην εκπαίδευση που παρέχουν, όλες τιμούν ιστορικές επετείους και οργανώνουν τελετές για ιστορικά θέματα. Πώς χρησιμοποιείται όμως η ιστορία στην εκπαίδευση και αλλού; Ανοίγει ορίζοντες ή κλείνει; Στο βιβλίο αναδεικνύω, μεταξύ πολλών άλλων, τρεις σημαντικούς ρόλους για την ιστορία:
Τα δύο τελευταία φαίνονται αντιφατικά αλλά μπορεί η ιστορία να τα φέρνει σε πέρας συγχρόνως.
Συνέντευξη στον Γιώργο Καρουζάκη
Τι είναι η ιστορία; Στο νέο βιβλίο «Φιλοσοφία της Ιστορίας» (Εκδόσεις Πόλις) της Βάσως Κιντή, καθηγήτρια Φιλοσοφίας της Επιστήμης και Αναλυτικής Φιλοσοφίας του 20ού αιώνα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, η ιστορία μοιάζει με σπάνιο παλίμψηστο. Η συγγραφέας με τρόπο αναλυτικό, διαυγή και με οξυδέρκεια επιτρέπει στους αναγνώστες, εξοικειωμένους ή όχι με ιστοριογραφικά ή φιλοσοφικά ζητήματα, να παρατηρήσουν από κοντά πολλές από τις επιστρώσεις και τις πτυχές της ιστορίας. Αυτού του ρευστού, ευμετάβλητου πεδίου που εκβάλλει στο παρόν από το παρελθόν.
«Μπορούμε να έχουμε έγκυρη γνώση του παρελθόντος αφού αυτό δεν υπάρχει πια; Τι είναι τα γεγονότα και σε τι διαφέρουν από τα συμβάντα; Μοιάζουν οι ιστορικοί με δικαστές, με ψυχαναλυτές ή με ντετέκτιβ; Τι εννοούμε όταν λέμε θα μάς κρίνει η ιστορία;»
Αυτά είναι ορισμένα μόνο από τα ερωτήματα του βιβλίου που ξεχωρίζει ως τολμηρός φιλοσοφικός στοχασμός πάνω στην ιστοριογραφία. Την ίδια στιγμή, η εξαντλητική εργασία, το βλέμμα και η αναλυτική δεινότητα της συγγραφέως συγκροτούν, χωρίς ίχνος διδακτισμού, ένα υπόδειγμα, για το πώς μπορούμε να προσεγγίζουμε όχι μόνο την ιστορία αλλά δεκάδες κρίσιμα ζητήματα στο χαοτικό περιβάλλον της ψηφιακής εποχής. Μία έκδοση πολύτιμη, όχι μόνο για την πανεπιστημιακή κοινότητα αλλά για κάθε πολίτη.
Με την ευκαιρία της πρόσφατης κυκλοφορίας του βιβλίου της, η καθηγήτρια Βάσω Κιντή απαντά στα ερωτήματά μας.
Όποιος έχει αναρωτηθεί ποτέ γιατί η ιστορία που έγραψε ο τάδε ιστορικός είναι καλύτερη από αυτήν που έγραψε ο δείνα, όποιος έχει σταθεί να σκεφτεί γιατί γράφουμε και ξαναγράφουμε την ιστορία, όποιος απορεί γιατί βλέπουν πολύ διαφορετικά τα ίδια γεγονότα διαφορετικοί άνθρωποι, γιατί π.χ., άλλοι χαρακτηρίζουν τα γεγονότα του 1821 επανάσταση, άλλοι εξέγερση, άλλοι πόλεμο της ανεξαρτησίας, όποιος προβληματίζεται για τη σημασία της φράσης «θα τον κρίνει η ιστορία», όποιος σκέφτεται μήπως δεν αποφασίζουμε ελεύθερα να δράσουμε ως ιστορικά υποκείμενα, θα βρει στο βιβλίο τη συζήτηση αυτών και άλλων συναφών αποριών και ερωτήσεων.
Θα δει πώς τις επεξεργάστηκαν σπουδαίοι φιλόσοφοι και ιστορικοί και θα μπορεί να τις χειρίζεται με έναν πιο οργανωμένο και σαφή τρόπο. Ακόμη κι αν δεν είχε ποτέ αυτές τις απορίες, αλλά τον γοητεύει η ιστορία και παρακολουθεί τις διαμάχες γύρω από αυτήν, θα ανακαλύψει στο βιβλίο διαστάσεις των θεμάτων που θα κάνουν, ελπίζω, την κατανόησή τους βαθύτερη και πιο σύνθετη. Το βιβλίο είναι ένας φιλοσοφικός στοχασμός πάνω στην ιστοριογραφία.
Θα μπορούσα να πω απλώς πως ήταν ένας τρόπος να οργανώσω το υλικό μου. Ωστόσο, δεν ήταν τυχαία αυτή η επιλογή. Στην ιστορία της σκέψης, ιδίως από τη νεωτερικότητα και μετά, κυριαρχεί μία αντίληψη που τοποθετεί το υποκείμενο απέναντι στον κόσμο τον οποίο επιχειρεί να γνωρίσει. Οι επιμέρους επιστήμες επιχειρούν να γνωρίσουν τμήματα της πραγματικότητας. Η φυσική, π.χ., επιχειρεί να γνωρίσει τον φυσικό κόσμο, η βιολογία τα φαινόμενα της ζωής και, κατ’ αναλογίαν, η ιστορία τα γεγονότα του παρελθόντος. Υποτίθεται πως το υποκείμενο, στην προσπάθειά του να αποκτήσει γνώση, κατασκευάζει μία αναπαράσταση του κόσμου σαν να ήταν ο νους του ένας καθρέφτης. Όπως γράφω στο βιβλίο, ο Λουκιανός παρομοιάζει την κρίση του ιστορικού με καθρέφτη που αντανακλά με ακρίβεια όσα αφηγείται, χωρίς διαστρεβλώσεις και χρωματισμούς. Αυτό το σχήμα έχει αμφισβητηθεί.
Εντούτοις, βρίσκεται στη βάση των επιφυλάξεων που εκφράζονται για το κατά πόσον μπορούμε π.χ., να έχουμε αντικειμενικότητα στην ιστορία ή να διακρίνουμε τις έγκυρες από τις μη έγκυρες ιστορικές αφηγήσεις. Γι’ αυτό το επέλεξα. Για να εξετάσω τις ενστάσεις σχετικά με την ιστορική γνώση στο πλαίσιο εντός του οποίου εγείρονται. Λέω, όμως, ότι χρησιμοποιώ αυτό το σχήμα μεθοδολογικά, δηλαδή σαν εργαλείο. Δεν εκφράζει κάποια δική μου μεταφυσική ή γνωσιολογική δέσμευση, ότι π.χ., πράγματι το υποκείμενο αντιπαραβάλλεται προς τον κόσμο ή ότι πράγματι γνωρίζουμε μέσω αναπαραστάσεων.
Το βιβλίο είναι φιλοσοφικό και εξετάζει φιλοσοφικά θέματα στο πεδίο της ιστορίας. Είτε φιλοσοφικά θέματα γενικού ενδιαφέροντος που αφορούν και την ιστορία, όπως π.χ., το ζήτημα της αλήθειας που εγείρεται για κάθε επιστήμη και, βεβαίως, την ιστορία, είτε φιλοσοφικά θέματα που αφορούν ειδικά την ιστορία, π.χ., τι είναι το παρελθόν και τι το ιστορικό παρελθόν.
Προσπάθησα να έχω τους αναγνώστες μαζί μου στην ανάπτυξη και αξιολόγηση φιλοσοφικών επιχειρημάτων και θέσεων. Να τους επισημάνω διαφορετικές σημασίες εννοιών (π.χ., τις διαφορετικές σημασίες της λέξης ‘ιστορία’), να αναδείξω διακρίσεις (π.χ., άλλο μία πράξη και άλλο μία αντανακλαστική κίνηση έστω και αν γίνεται με τον ίδιο τρόπο), να προβάλλω τις συνέπειες κάποιων θέσεων.
Λέμε π.χ., συχνά «δεν υπάρχει αντικειμενικότητα». Τι σημαίνει, όμως, αυτό; Τι συνέπειες έχει για την ιστορία αν δεχθούμε ότι κανένα ιστορικό κείμενο δεν είναι αντικειμενικό; Είναι όλα αναξιόπιστα; Δεν μπορούμε να διακρίνουμε ανάμεσα σε έγκυρες και μη έγκυρες ιστορίες; Με ενδιαφέρει να ακολουθήσουν οι αναγνώστες φιλοσοφικές διαδρομές και να εκτιμήσουν τη φιλοσοφική σκέψη.
Φιλοσοφία δεν είναι να καταγράφουμε τι είπε ο ένας ή η άλλη φιλόσοφος. Έχω και εγώ πολλές αναφορές σε φιλοσόφους στο βιβλίο αλλά χρησιμοποιώ τις διατυπώσεις τους ως εναύσματα ή ως στηρίγματα για να αναπτύξω μια φιλοσοφική κριτική ή μια σκέψη. Η φιλοσοφία ανοίγει νέους δρόμους, οδηγεί σε νέους κόσμους, σε μαθαίνει να σκέφτεσαι διαφορετικά, να εξετάζεις δυνατότητες, να αμφισβητείς κοινοτοπίες. Με τη φιλοσοφία της ιστορίας η ιστορία αποκτά, θα έλεγα, μια διάσταση βάθους.
Όπως γράφω στο βιβλίο, η ιστορία έχει χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν ως θεραπαινίδα της φιλοσοφίας προσφέροντας παραδείγματα για ηθική διδασκαλία, αλλά και ως θεραπαινίδα της πολιτικής, της Εκκλησίας και του Κράτους. Προσέφερε μια γενεαλογία στα κράτη-έθνη τον 19ο αιώνα και χρησιμοποιείται ακόμη από το κράτος και τα κόμματα για πολιτικούς σκοπούς. Ας σκεφτούμε την αντιδικία για την ιστορία με τη Βόρεια Μακεδονία, ας σκεφτούμε τις αντιδικίες για τα σχολικά βιβλία ιστορίας σε πάρα πολλές χώρες του κόσμου. Ο έλεγχος της ιστορίας προσφέρει ισχύ.
Όσο για τις προσδοκίες θα έλεγα ότι ποικίλλουν. Οι ιστορικοί, στην αιχμή της έρευνας στα πανεπιστήμια, πιστεύω ότι επιζητούν και κάνουν μια πιο κριτική ιστορία που αποδομεί μύθους και στερεότυπα. Ο περισσότερος κόσμος θέλει μια πιο παραμυθητική και καθησυχαστική ιστορία που ενισχύει την ήδη διαμορφωμένη και συνήθως εξωραϊσμένη αυτοεικόνα ενός τόπου, μιας ομάδας, ενός λαού.
Πάντως, αν το ερώτημα για το τι προσδοκούμε είναι διαπιστωτικό, θα μπορούσε να απαντηθεί καλύτερα από έναν ιστορικό που καλείται να εκπληρώσει αυτές τις προσδοκίες. Αν είναι κανονιστικό—τι πρέπει να προσδοκούμε—, θα έλεγα ότι θα πρέπει να προσδοκούμε να εμπλουτιστεί η ιστορία με νέα ερωτήματα και νέες πηγές ή ύλη, να γίνει πιο τολμηρή, πιο κριτική, πιο διεισδυτική.
Η χρήση των τεκμηρίων από τους ιστορικούς παρομοιάζεται συχνά με τη χρήση των τεκμηρίων από τους δικαστές ή τους ντετέκτιβ. Την αναλογία κάνουν τόσο ο φιλόσοφος Robin Collingwood όσο και o ιστορικός Carlo Ginzburg. Και οι τρεις, δικαστής, ιστορικός, ντετέκτιβ, χρησιμοποιούν ίχνη και τεκμήρια που συγκεντρώνουν για να αποδείξουν αν έγινε μια πράξη, πότε έγινε και από ποιον. Ο Ginzburg προσθέτει και τον ψυχαναλυτή.
Όπως ο ειδήμονας της τέχνης του 19ου αιώνα Giovanni Morelli εστίαζε σε λεπτομέρειες και περιθωριακά στοιχεία για να εξακριβώσει την αυθεντικότητας έργων τέχνης (π.χ., πώς ζωγράφιζε ένας καλλιτέχνης τον λοβό του αυτιού) έτσι, λέει ο Ginzburg, και ο Freud και ο φροϋδικός ψυχαναλυτής, αλλά και ο ιστορικός, στηρίζονται σε λεπτομέρειες, που συνήθως θεωρούνται ασήμαντες ή περνούν απαρατήρητες από τον μη ειδικό, για να διαμορφώσουν μια πλούσια εικόνα για τα συγκεκριμένα άτομα ή γεγονότα που τους ενδιαφέρουν (π.χ., ο ψυχαναλυτής μπορεί να εστιάσει σε ένα γλωσσικό ολίσθημα, ενώ ο ιστορικός σε μια ιδιωτική επιστολή ή ένα παραμελημένο αρχείο).
Βέβαια υπάρχουν και διαφορές. Π.χ., ο δικαστής είναι υποχρεωμένος να εκφέρει μία αξιολογική κρίση, εάν ο κατηγορούμενος είναι αθώος ή ένοχος, η οποία μάλιστα μπορεί να έχει συνέπειες τιμωρητικού χαρακτήρα. Οι ιστορικοί, όταν φτάνουν σε αξιολογικές κρίσεις το κάνουν πολύ πιο έμμεσα. Συνήθως, αποφεύγουν να πουν αν ο ένας ή ο άλλος είχαν δίκιο ή έκαναν το σωστό, εν ονόματι μάλιστα μιας παρεξηγημένης επιστημονικότητας που αποβάλλει τις αξίες από τον επιστημονικό λόγο.
Εντούτοις, η χρήση της γλώσσας εκδηλώνει τη χρήση αξιών. Αν π.χ., χρησιμοποιήσουν τον όρο ‘εισβολή’ που μοιάζει καθαρά περιγραφικός, σημαίνει ότι επιρρίπτουν την ευθύνη σε αυτόν που την κάνει. Το να είσαι εισβολέας είναι κάτι κακό. Αντίθετα το να κάνεις επανάσταση θεωρείται συνήθως κάτι επαινετέο.
«Οι ιστορικοί δεν είναι ιεροκήρυκες», λέει συχνά ο ιστορικός των ιδεών Quentin Skinner. Παρ’ όλα αυτά λέμε και σήμερα ότι θα μάς κρίνει η ιστορία, δηλαδή θα αποδώσει δίκαιο, ενώ παλαιότερα, όταν η ιστορία ήταν συνδεδεμένη με τον ρητορικό λόγο, παραδείγματα από την ιστορία (π.χ., ανδρείας, αρετής, κ.λπ.) χρησιμοποιήθηκαν για ηθική διδασκαλία.
Δεν είναι απλή συνήθεια. Είναι ζωτική ανάγκη. Δεν μπορούμε να ζήσουμε ως άνθρωποι μια ζωή που διαφέρει από του ζώου χωρίς τη μνήμη της ιστορίας. Μας συμβαίνει στην καθημερινή μας ζωή. Θέλουμε να ξέρουμε από πού κρατάει η σκούφια μας. Πώς φθάσαμε εδώ που είμαστε. Ανάλογα ισχύουν για τους λαούς και τα έθνη. Αναζητούμε μια ευγενή θα λέγαμε αρχή. Η ιστορία μας μάς δίνει αξία.
Και στην Ελλάδα επικαλούμαστε και διεκδικούμε μια πολύ μακρά ιστορία. «Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια/που μου εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρω πού να/τ’ ακουμπήσω», έγραφε ο Σεφέρης. Είναι μεγάλη τιμή αυτή η μακρά ιστορία αλλά συγχρόνως μεγάλο βάρος. ‘Όχι μόνο για την ευθύνη που συναισθανόμαστε παραλαμβάνοντας αυτήν την κληρονομιά, αλλά γιατί η συνεχής επίκληση του παρελθόντος βαραίνει πάνω μας, μάς κρατάει πίσω, δεν μάς αφήνει να αναπτύξουμε τα δικά σχέδια, να δημιουργήσουμε ελεύθερα τη δική μας ζωή.
Η σκιά του παρελθόντος μάς υποχρεώνει να αναμετριόμαστε συνεχώς με μεγέθη που έχουν λάβει μυθικές διαστάσεις και απέναντι στα οποία αισθανόμαστε πολύ μικροί και ασήμαντοι. Σκεφτείτε αν μπορεί εύκολα να χαρακτηρίσει κανείς τον εαυτό του φιλόσοφο στη σύγχρονη Ελλάδα όταν έχει να συγκριθεί με τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα. Ακούγεται σαν ασέβεια, βλασφημία ή σαν ανόητη υπεροψία. Αντί όμως να εκλαμβάνουμε το παρελθόν σαν βάρος, είναι καλύτερα να το μελετάμε κριτικά και διερευνητικά. Όπως μου είχε πει κάποτε ο φιλόσοφος Michael Frede, αν δεν ασχοληθείς με την περιουσία που κληρονόμησες, μπορεί εύκολα να τη χάσεις.
Ένας ιστορικός είναι καταλληλότερος να απαντήσει αυτό το ερώτημα. Ξέρει καλύτερα πώς εξελίσσεται το τοπίο. Αυτό που εγώ παρατηρώ τα τελευταία χρόνια είναι μια στροφή προς την παγκόσμια ιστορία αλλά και σε μετα-αποικιακές (post-colonial), απο- αποικιακές (de-colonial), ή αντι-αποικιακές (anti-colonial) σπουδές.
Δεν ασχολήθηκα με αυτά τα θέματα στο βιβλίο διότι το δικό μου ενδιαφέρον εστίασε σε εκείνες τις εξελίξεις που συνδέονται πιο καθαρά με φιλοσοφικά ζητήματα. Π.χ., παρουσίασα τη Σχολή των Annales επειδή αμφισβητούσε με διάφορους τρόπους ότι η ιστορία ασχολείται με πράξεις ανθρώπων, έπαιρνε αποστάσεις από την αφήγηση ή επειδή έκλινε προς μία επιστημονικότητα που στηριζόταν στην ποσοτικοποίηση. Ή έκανα κριτική σε μεταμοντέρνους ιστορικούς επειδή οι θέσεις τους συνδέονται με τα ζητήματα της αντικειμενικότητας και της αλήθειας. Προφανώς, και οι μετα-αποικιακές σπουδές θέτουν φιλοσοφικά ζητήματα αλλά πιστεύω ότι αυτά μπορούν να αντιμετωπιστούν με τα εργαλεία που δίνει το βιβλίο.
Ναι, βέβαια. Οι εξελίξεις στη θεωρία συνδέονται σχεδόν πάντοτε με τη ζωή, είτε προδρομικά είτε εκ των υστέρων. Η απο-αποικιοποίση στη θεωρία της ιστορίας συνδέεται με τις ενέργειες που αναφέρετε. Άλλωστε η ιστορία σήμερα γίνεται αρκετά διεπιστημονικά και επηρεάζεται από ανάλογες εξελίξεις και σε άλλους κλάδους, π.χ., τη λογοτεχνική θεωρία ή την ανθρωπολογία. Επίσης, η τάση σήμερα είναι η ιστορία να γίνει πιο πολιτική, πιο ακτιβιστική, πιο relevant. Το ιδεώδες της ουδετερότητας και της αποστειρωμένης επιστημονικότητας εγκαταλείπεται εν πολλοίς.
Στο βιβλίο περιγράφω πολλές σημασίες του όρου ‘αντικειμενικότητα’’. Μπορεί να σημαίνει μεταξύ άλλων, ουδετερότητα, αμεροληψία, απόλυτη σύλληψη της πραγματικότητας, στήριξη σε μηχανικά μέσα ή απρόσωπους κανόνες. Η απόλυτη σύλληψη της πραγματικότητας είναι πράγματι ανέφικτη, όπως εξηγώ στο βιβλίο, αλλά η αμεροληψία π.χ., είναι εφικτή. Άλλο αν τη θεωρούμε σωστή. Ο Collingwood, ας πούμε, επηρεασμένος μάλλον από τον Nietzsche, θεωρούσε πως η αρχή της αμεροληψίας, αν κατανοηθεί ως έλλειψη πάθους για το αντικείμενο που μελετάται, οδηγεί σε μια ευνουχισμένη ιστορία.
Στο βιβλίο υποστηρίζω πως η αντικειμενικότητα πρέπει να θεωρείται αξίωση της ιστορικής έρευνας, δηλαδή μια ιδέα που καθοδηγεί το έργο των ιστορικών. Αν εκλείψει αυτή η αξίωση, τότε δεν θα διαφέρει η ιστοριογραφία από τη λογοτεχνία. Ακόμη και οι ιστορίες που τονίζουν τη σημασία του ρόλου των ιστορικών στην απόδοση των ιστορικών γεγονότων, διέπονται από αυτή την ιδέα διότι στόχος είναι πάντοτε να συλλάβουμε κατά το δυνατόν σωστά το αντικείμενο, δηλαδή το ιστορικό παρελθόν. Το τι συνιστά αυτήν την αξίωση, δηλαδή το πώς κατανοείται, το ορίζει κάθε φορά, ρητά ή σιωπηρά, η επιστημονική κοινότητα των ιστορικών.
Ναι, ο αναχρονισμός θεωρείται αμάρτημα στην ιστορία. Σαν να προδίδεις το αντικείμενό σου. Αντί να φέρεις στην επιφάνεια το παρελθόν στην αμιγή του έκφραση, όπως ήταν όταν υπήρξε, το φορτώνεις με τις μέριμνες του σήμερα και το διαστρεβλώνεις. Ωστόσο, είναι αλήθεια πως είναι ανέφικτο να αποβάλει κανείς πλήρως τον «παροντισμό» (presentism), δηλαδή την εκκίνηση από το παρόν για τη μελέτη του παρελθόντος. Άλλωστε, όπως λέει και ο ιστορικός και φιλόσοφος της επιστήμης Hasok Chang, «το γράψιμο της ιστορίας, όπως και οι κηδείες, είναι για τους ζωντανούς».
Γι’ αυτό και αρκετοί ιστορικοί προσπαθούν όχι να απορρίψουν πλήρως τον αναχρονισμό, αλλά να διακρίνουν ανάμεσα στον καλό και στον κακό παροντισμό. Εγώ βλέπω το ταμπού του αναχρονισμού κατ΄ανάλογο τρόπο με την αντικειμενικότητα. Δεν μπορούμε να αποφύγουμε πλήρως τον αναχρονισμό, δεν μπορούμε να επιτύχουμε απολύτως την αντικειμενικότητα αλλά αποτελούν και τα δύο απαράγραπτες συνθήκες της ιστοριογραφίας. Αν δεν τις σέβεσαι, δεν γράφεις ιστορία, κάνεις κάτι άλλο. Και πάλι, όπως και με την αντικειμενικότητα, οι κανόνες δεν είναι ρητοί αλλά τίθενται από την κοινότητα των ιστορικών (όχι με αυθαίρετο τρόπο) μέσα στην πρακτική τού να γράφεται η ιστορία. Αυτή η πρακτική περιλαμβάνει συνέδρια, εκδόσεις, περιοδικά, δημοσιεύσεις, συζήτηση και κριτική.
Ο ρόλος της γλώσσας είναι απόλυτα καθοριστικός. Τα πάντα διαμεσολαβούνται από τη γλώσσα. Ακόμη και για να έχουμε εμπειρία χρειαζόμαστε έννοιες που μάς τις παρέχει η γλώσσα. Στα γεγονότα δεν έχουμε πρόσβαση χωρίς τη γλώσσα. Τα εξηγώ αυτά περισσότερο στο βιβλίο. Τώρα πιο ειδικά, ο γραπτός λόγος δεν είναι τόσο καθοριστικός. Είχαμε και έχουμε και προφορική ιστορία. Όμως ο προφορικός λόγος βασίζεται στην αμεσότερη εμπειρία και αποβλέπει στην αμεσότερη επικοινωνία. Ο γραπτός λόγος είναι πιο επιστημονικός θα λέγαμε και προσφέρεται για μια πιο μνημειακή ιστορία -αυτή που προορίζεται να ζήσει στην αιωνιότητα.
Πολλοί κλάδοι διεκδικούν τον τίτλο της επιστήμης διότι θεωρείται τιμητικός. Σημαίνει ότι όταν τον έχεις, αυτά που λες είναι έγκυρα. Τώρα, καλώς ή κακώς το πρότυπο της επιστήμης έχει συνδεθεί με τις φυσικές επιστήμες και τα μαθηματικά επειδή αυτοί οι κλάδοι διακρίνονται για την αυστηρότητα των συλλογισμών τους και θεωρείται ότι προσφέρουν έγκυρη και βέβαιη γνώση. Έτσι, σχεδόν αυτόματα, ένας κλάδος που διεκδικεί την εγκυρότητα των πορισμάτων του, συγκρίνεται αναπόφευκτα με αυτό το πρότυπο.
Χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια να δείξει κανείς ότι κάτι μπορεί να είναι έγκυρο χωρίς να μοιάζει κατ’ ανάγκην με τη φυσική, χωρίς να χρησιμοποιεί μαθηματικά. Στο βιβλίο δείχνω ότι στη διαδρομή του χρόνου οι επιστήμες δεν ήταν όλες του ίδιου τύπου, ότι και οι φυσικές επιστήμες διαφέρουν μεταξύ τους, ότι δεν υπάρχει μία επιστημονική μέθοδος που πρέπει να εφαρμόζει κάθε κλάδος, και ότι υπάρχουν πολλές αναλογίες ανάμεσα στην ιστοριογραφία και στην επιστημονική έρευνα στις φυσικές επιστήμες. Δηλαδή οι φυσικές επιστήμες έχουν έρθει πιο κοντά την ιστορία αντί να ζητούμε από την ιστορία να αντιγράψει τις φυσικές.
Επισημαίνω μάλιστα ότι στον χώρο της θεωρίας της ιστορίας κυριαρχεί ένα στερεότυπο για την επιστήμη που είναι παρωχημένο από τη σκοπιά της σύγχρονης φιλοσοφίας της επιστήμης. Αυτό το στερεότυπο χρησιμοποιείται για να γίνει η αντιδιαστολή με την ιστορία. Κατά τη γνώμη μου, το ερώτημα κατά πόσον η ιστορία είναι επιστήμη εκδηλώνει την αξίωση να διακρίνουμε ανάμεσα σε έγκυρα και μη έγκυρα ιστοριογραφικά κείμενα ή ανάμεσα στην ιστοριογραφία και μια ελεύθερη μυθοπλαστική σύνθεση.
Γίνονται τέτοιες προσπάθειες να αξιοποιηθεί η υπολογιστική ισχύς στην ιστορική έρευνα. Στο βιβλίο αναφέρω την περίπτωση του Peter Turchin, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Connecticut, ο οποίος, χρησιμοποιώντας πλήθος δεδομένων, θέλει με μαθηματικά μοντέλα να βρει νόμους της ιστορίας και να κάνει προβλέψεις, παρ’ότι αναγνωρίζει ότι θα υπάρχει μεγαλύτερη αβεβαιότητα σε σχέση με τους νόμους της φυσικής. Αλλά είναι σημαντικό ότι ο Turchin δεν είναι ιστορικός, προέρχεται από τις φυσικές επιστήμες. Οι ιστορικοί εξακολουθούν να επιμένουν στο συγκεκριμένο και στο ειδικό. Πάντως, η επένδυση στα μαθηματικά και στην τεχνολογία έχει ξαναγίνει στην ιστοριογραφία σε μια λογική επιστημονικοποίησης. Το συζητάω στο βιβλίο τόσο σε σχέση με τη σχολή των Annales όσο και με την Κλειομετρία.
Σίγουρα είναι χρήσιμη. Γι’ αυτό γράφεται, διαβάζεται, γίνεται ταινίες, τηλεοπτικές σειρές κ.λπ. Το κρίσιμο είναι γιατί είναι χρήσιμη. Μόνο γιατί είναι γοητευτική και συναρπάζει; Μόνο επειδή μάς λέει μια ιστορία προσφέροντάς μας ίσως παραμυθία; Μάλλον, όχι! Έχει πιο ζωτικό ρόλο. Η ιστορία επιτελεί πολλούς και διαφορετικούς σκοπούς για άτομα και ομάδες. Επειδή είναι σημαντική, όλες οι χώρες την περιλαμβάνουν π.χ., στην εκπαίδευση που παρέχουν, όλες τιμούν ιστορικές επετείους και οργανώνουν τελετές για ιστορικά θέματα. Πώς χρησιμοποιείται όμως η ιστορία στην εκπαίδευση και αλλού; Ανοίγει ορίζοντες ή κλείνει; Στο βιβλίο αναδεικνύω, μεταξύ πολλών άλλων, τρεις σημαντικούς ρόλους για την ιστορία:
Τα δύο τελευταία φαίνονται αντιφατικά αλλά μπορεί η ιστορία να τα φέρνει σε πέρας συγχρόνως.
© Copyright 2001-2020 Θαλής + Φίλοι.
designed & developed by ELEGRAD