Αναρτήθηκε σε 25 Ιουλίου, 2018 κατηγορία: Συνεντεύξεις | Tags: Βιβλίο, Ιστορία, Λογοτεχνία
Από τον Γιώργο Καρουζάκη
Tο νέο μυθιστόρημα της Έλενας Χουσνή, «Καταραμένες Πολιτείες» (Εκδόσεις Κύφαντα), εξερευνά με τρόπο θαρραλέο τις φωτεινές αλλά και τις σκοτεινότερες όψεις της ανθρώπινης ύπαρξης. Μια ιδιόμορφη ένταση διαπερνά ολόκληρη την ιστορία της, από την πρώτη έως και την τελευταία σελίδα του βιβλίου, που είναι αφιερωμένη στη δύσκολη ζωή των χανσενικών που έζησαν στις αρχές του προηγούμενου αιώνα στο Λεπροκομείο Καρλοβάσου στη Σάμο. Τα πραγματικά γεγονότα συνδέονται με τρόπο πρωτόγνωρο με τη μυθοπλασία και συνθέτουν ένα σκληρό έργο, φτιαγμένο από τα ευγενέστερα και τα σκληρότερα υλικά που συγκροτούν την αντιφατική ανθρώπινη φύση.
Ε.Χ.: Η αφορμή υπήρξε το κτίριο του Λεπροκομείου στο Καρλόβασι της Σάμου. Ένα υπέροχο αρχιτεκτονικά κτίσμα, ερειπωμένο σήμερα, σε μια ειδυλλιακή τοποθεσία. Είχε τραβήξει εδώ και χρόνια την προσοχή μου, και αποφασίσαμε με μια παρέα φίλων να αναζητήσουμε πληροφορίες για την ιστορία του. Αλλά κυρίως να αναζητήσουμε και να καταγράψουμε ιστορίες είτε από ανθρώπους που νοσηλεύτηκαν σε αυτό είτε με εκείνους που, με κάποιον τρόπο, συνδέθηκαν με τη λειτουργία του. Καθώς έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που έκλεισε, το 1966, ήταν δύσκολο να εντοπίσουμε ζώντες μάρτυρες, αλλά τα καταφέραμε. Αυτό με οδήγησε στο να διαβάσω για τη λέπρα και να αναζητήσω τις κοινωνιολογικές, ιατρικές και πολιτικές παραμέτρους σε σχέση με την ασθένεια στην Ελλάδα, παγκοσμίως αλλά και ιστορικά. Καθ`οδόν, και χωρίς να το καταλάβω, άρχισε να μορφοποιείται μια ιστορία. Κυρίως όμως η ανάγκη να μιλήσω για τους χανσενικούς, για τις συνθήκες ζωής τους, για τον εγκλεισμό τους, για το στίγμα της ασθένειας. Και κάπως έτσι γεννήθηκαν οι «Καταραμένες Πολιτείες».
Ε.Χ.: Υπήρξαν πολλές πραγματικές ιστορίες που προέκυψαν από τις αφηγήσεις ανθρώπων που είχαν ζήσει την εποχή που το Λεπροκομείο Καρλοβάσου λειτουργούσε. Κυρίως η αφήγηση, η συγκλονιστική ιστορία του Γιώργου από τη Σάμο, που έζησε εκεί ως παιδί. Ωστόσο, η ιστορία του βιβλίου είναι απολύτως φανταστική. Εκείνο που είναι πραγματικό είναι οι περιγραφές του κτιρίου που είναι απολύτως ακριβείς, καθώς και της καθημερινότητας των χανσενικών που, πράγματι, στηρίζονται σε αφηγήσεις αλλά και σε ιστορικό – αρχειακό υλικό.
Ε.Χ.: Ο βασικός άξονας του βιβλίου είναι η μνημοσύνη. Το κτίριο του Λεπροκομείου, κατά κάποιον τρόπο, είναι το πρόσχημα. Κάθε κτίριο, όμως, τόσο βεβαρυμμένο από ανθρώπινες ιστορίες, δημιουργεί ποικίλες παραπομπές. Περισσότερο την ανάγκη να μην ξεχνούμε. Τείνουμε, δυστυχώς, στο πλαίσιο δόμησης του κοινωνικού βιογραφικού μας, να απαλείφουμε τις «μελανές» σελίδες και να ωραιοποιούμε το παρελθόν. Ο εγκλεισμός των χανσενικών, η διαγραφή τους από τα «κιτάπια» της κοινότητας όταν ασθενούσαν, ο βίαιος εξοστρακισμός τους ήταν μια πρακτική απάνθρωπη, η οποία με πιο «κόσμιο», κατά την άποψή μου και πιο υποκριτικό, τρόπο εξακολουθεί να αποτελεί συνήθη κοινωνική πρακτική για τον εκάστοτε μειονεκτούντα. Τότε ήταν οι Λεπροί, αργότερα οι ασθενείς του AIDS, στην εποχή μας οι ψυχικά ασθενείς ή τα ΑμεΑ ή όποια ομάδα εκφεύγει του «μέσου όρου», αυτής της θλιβερής κοινωνικής κατασκευής που βάζει τη στατιστική πάνω από την ανθρωπιά. Το μπρος – πίσω στο χρόνο, λοιπόν, έχει ως στόχο να δείξει ακριβώς ότι παρά το πέρασμα του χρόνου και τη φαινομενική διαφοροποίηση των συνθηκών, κάποιες νοσηρές αντιλήψεις δεν έχουν αλλάξει.
Ε.Χ.: Δεν ήταν στοχευμένη η επιλογή του γλωσσικού ύφους. Νομίζω ότι ήταν το ίδιο το θέμα και η εξέλιξη της ιστορίας που επέβαλλαν μια συγκεκριμένη γλωσσική ένταση. Η σκληρότητα της καθημερινότητας των χανσενικών, η ιδιότυπη κοινωνία την οποία συγκρότησαν, οι συγκρούσεις των ηρώων στο παρελθόν και στο παρόν, αλλά και οι χαρακτήρες των ηρώων απαιτούσαν άλλοτε ένταση και άλλοτε ενδοσκόπηση, και η γλώσσα διαμορφωνόταν αντιστοίχως και ελπίζω με συμβατότητα.
Ε.Χ.: Η ανθρώπινη φύση είναι ικανή για το καλύτερο και το χειρότερο. Δεν μου αρέσουν οι γενικεύσεις αλλά, δυστυχώς, η ιστορία έχει αποδείξει ότι υπάρχει μια σκληρότητα απέναντι στο διαφορετικό. Η κοινωνία τείνει να κινείται προς μια επιδιωκόμενη και επιθυμητή ομοιομορφία. Αυτό, ίσως, γιατί είναι καθησυχαστική η ομοιομορφία. Είναι όμως και παράγοντας στασιμότητας. Πάντα οι λίγοι διαφορετικοί ήταν αυτοί που κυλούσαν τη ρόδα της Ιστορίας. Σε ό,τι αφορά τους μειονεκτούντες τώρα, η στάση ήταν ακόμη πιο σκληρή. Ήταν η απομόνωση, η απομάκρυνση, ο εγκλεισμός σε κατ`όνομα μόνο νοσηλευτήρια, τα οποία δεν ήταν παρά φυλακές που στόχο είχαν να απομακρύνουν τους ασθενείς, όχι να τους θεραπεύσουν. Δεν είναι τυχαίο ότι σε πρώτη φάση, η αντιμετώπιση των λεπρών είχε μια μεταφυσική – σωτηριολογική θέση. Ήταν οι αμαρτωλοί που τιμωρούνται, οι λεροί, αυτοί που αποτελούσαν κίνδυνο για την κοινότητα. Και η κοινότητα τούς απομόνωνε για να προφυλαχθεί από το άγος της αμαρτωλότητάς τους. Άργησε πολύ αυτή η αντίληψη να αντικατασταθεί από την ιατρική αντιμετώπιση των ασθενών. Η μικροψυχία, από την άλλη, αποκαλύφθηκε όταν σε αρκετές περιπτώσεις άνθρωποι κατήγγειλαν ως λεπρούς όσους αντιπαθούσαν ή είχαν ανοιχτούς λογαριασμούς μαζί τους. Αυτό ήταν εύκολο, καθώς η γνώση για την ασθένεια ήταν έως μηδενική, δεν υπήρχαν λεπρολόγοι, και ακόμη και η ύπαρξη ενός κόκκινου στίγματος, που θα μπορούσε να είναι και μια απλή δερματοπάθεια ή ένα έγκαυμα, μπορούσε να θεωρηθεί ως σύμπτωμα της ασθένειας.
Ε.Χ.: Όλες οι κοινωνίες πάσχουν από ανάλογες προκαταλήψεις. Στις μικρές κοινότητες, αυτές έχουν μεγαλύτερη ένταση επειδή και οι δεσμοί έχουν μεγαλύτερη εγγύτητα και ένταση, οι σχέσεις είναι πιο σφιχτές. Οι μικροί τόποι διαχρονικά πάσχουν από μια ιδρυματοποίηση που μπορεί να οδηγεί σε θαύματα αλληλεγγύης ή σε σκληρή απομόνωση. Η ελληνική πραγματικότητα δεν διαφέρει από αυτή άλλων ευρωπαϊκών χωρών σε ό,τι φορά το θέμα της αντιμετώπισης της λέπρας. Ήταν η ίδια η γνώση και η πρόοδος της επιστήμης που έσπασε τα τείχη της απομόνωσης και έδωσε θεραπεία στους ασθενείς και παρηγοριά στις οικογένειές τους. Μια μικρή διαφοροποίηση θα εντόπιζα ίσως στον στιγματισμό των ασθενών και του περίγυρού τους. Νομίζω ότι στην Ελλάδα τα στίγμα είναι πιο έντονο, και εκεί θα πρέπει να δουλέψουμε όλοι περισσότερο. Υπάρχει και ένα ισχυρό θυμικό στοιχείο που κάνει τις στάσεις και τις προκαταλήψεις να βαθαίνουν. Δυστυχώς. Όπως σας είπα και νωρίτερα, το θέμα της λέπρας είναι το πρόσχημα σε αυτό το βιβλίο. Η αλήθεια του, εάν έχω καταφέρει να την αναδείξω, έχει να κάνει με την υποκριτική στάση μας απέναντι σε ό,τι δεν καταλαβαίνουμε, δεν μας ταιριάζει, είναι διαφορετικό. Την εύκολη απόρριψη. Την άρνηση να ακούσουμε, να αφουγκραστούμε, να καταλάβουμε.
Ε.Χ.: Οι ήρωες καλούνται να ανταποκριθούν σε δύσκολες καταστάσεις. Η πίεση είναι δυσβάστακτη. Έχουν να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της ίδιας της ασθένειας που τους στερεί την στοιχειώδη αξιοπρέπεια, την ελπίδα, την ίδια την ταυτότητα. Από την άλλη, ο εγκλεισμός, η διαγραφή τους από την κοινωνία, ο στιγματισμός των οικογενειών τους, κάνουν το βάρος δυσβάστακτο. Σε όλα αυτά έχουν να προστεθούν και οι αδίστακτοι εκμεταλλευτές της ευαλωτότητάς τους. Όλα αυτά συνθέτουν οριακές συναισθηματικά καταστάσεις και συνθήκες που μπορούν να γεννήσουν και το έγκλημα. Όμως, αυτό που εγώ ήθελα να αναδείξω ήταν ότι η αναμέτρηση καθενός με τους δαίμονές του, με την προσωπική του τραγωδία, παραμένει παρά τις δυσκολίες των συνθηκών μια προσωπική μάχη. Άλλοι ατσαλώνονται και προχωρούν, δίνουν την μάχη και κερδίζουν, δεν ξεχνούν αλλά αναμετρούνται και αποφασίζουν να κάνουν βήματα προς τα εμπρός. Άλλους πάλι, το παρελθόν τους κρατά δέσμιους σε μια ακινησία, σε μια οργή χωρίς τέλος. Και εκεί γεννιούνται τα τέρατα και τα δράματα. Η αστυνομική διάσταση δεν είναι παρά η ψυχολογική διερεύνηση αυτού του ατομικού, στην πραγματικότητα, στοιχήματος και του πώς διαχειρίζεται κανείς την οργή του σε οριακές καταστάσεις.
© Copyright 2001-2018 Θαλής + Φίλοι.
designed & developed by ELEGRAD