Thales + Friends

Βασίλης Δανέλλης : «Η ελληνική κρίση γεννά αστυνομική λογοτεχνία»

Αναρτήθηκε σε 6 Αυγούστου, 2012 κατηγορία: Συνεντεύξεις

Συνέντευξη στον Γιώργο Καρουζάκη

Ο τριαντάχρονος συγγραφέας Βασίλης Δανέλλης, ο οποίος ζει από το το 2009 στην Κωνσταντινούπολη, κατάφερε μέσα από τις σελίδες του πρώτου του αστυνομικού μυθιστορήματος, την «Μαύρη Μπίρα» (Καστανιώτης), να αφηγηθεί μια συναρπαστική ιστορία και να σκιαγραφήσει αριστοτεχνικά την Αθήνα της κρίσης.

Η δημοσιογραφική του ιδιότητα, με θητεία σε εφημερίδες, περιοδικά και στο ραδιόφωνο, και η μεγάλη αγάπη του για την αστυνομική λογοτεχνία διευκόλυναν την πρώτη, επιτυχημένη προσπάθειά του στη μεγάλη φόρμα.

Στη συνέντευξη που μας παραχώρησε για την ιστοσελίδα της ομάδας ΘΑΛΗΣ + ΦΙΛΟΙ μιλάει, εκτός των άλλων, για τους συγγραφείς που αγαπά, την ελληνική κρίση, την άνθηση του αστυνομικού μυθιστορήματος και τις δυο πόλεις που έχει μοιράσει τη ζωή του : την Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη.

-Η Αθήνα των απόκληρων και του νέου περιθωρίου μοιάζει ιδανικός τόπος για μια νουάρ ιστορία. Πώς γεννήθηκε η ιδέα της δικιάς σας;

«Από μικρός ήμουν ερωτευμένος με τις νουάρ πόλεις των αστυνομικών μυθιστορημάτων που διάβαζα. Το Λος Άντζελες που παρέμενε πάντα σκοτεινό παρά την εκτυφλωτική λάμψη του Χόλιγουντ, το ατέλειωτο Μέχικο Σίτι με τις κεραίες που στοίχειωναν σαν μακριά μεταλλικά δάχτυλα τον καυτό ουρανό του, η προ-Ολυμπιακή Βαρκελώνη που έμοιαζε με αχανές γιαπί υπό κατασκευή και η πολυπολιτισμική Μασσαλία των μεταναστών και του παστίς είναι μερικές από αυτές. Πάντα όμως αναρωτιόμουν τί έχει να ζηλέψει η Αθήνα του γκετοποιημένου ιστορικού κέντρου, των υπόγειων μαγεριών και των αδέσποτων σκύλων. Έτσι λοιπόν, η ιδέα ήταν να γράψω ένα νουάρ μυθιστόρημα με την Αθήνα πρωταγωνίστρια.

Στα μάτια μου η Αθήνα ήταν πάντα γοητευτικά σκοτεινή. Όταν άρχισα να γράφω τη «Μαύρη Μπίρα», στις αρχές του 2010, η κρίση είχε μόλις ξεκινήσει και οι επιπτώσεις της δεν ήταν ακόμα τόσο σαρωτικές. Δεν είχαμε μπει καν στο μηχανισμό στήριξης. Να θυμίσω μάλιστα ότι τότε το προσπαθούσαμε κι όταν τελικά τα καταφέραμε, θεωρήθηκε τεράστια επιτυχία. Όλα αυτά συνέβησαν μόλις δύο –δυόμιση χρόνια πριν κι όμως μοιάζει σαν να έχουν περάσει πολλά περισσότερα. Τα συμπτώματα της κρίσης που θα επακολουθούσε ωστόσο, ήταν ήδη εκεί, ήταν ορατά. Η κρίση εξάλλου δεν ξεκίνησε πριν δυο- τρία χρόνια, οι ρίζες της είναι πολύ βαθιές».

-Αν και ζείτε στην Κωνσταντινούπολη, η ζωή στην ελληνική πρωτεύουσα, οι αλλαγές στο αστικό τοπίο και στη συμπεριφορά των ανθρώπων της, αποτυπώνεται με πρωτόγνωρο ρεαλισμό. Βοήθησε καθόλου η απόσταση για να δείτε πιο καθαρά την κατάσταση στη σύγχρονη Αθήνα;

«Φυσικά! Χρειάστηκε να φύγω από την Αθήνα για να γράψω για αυτή. Όταν ζεις στο εξωτερικό, αποκτάς το προνόμιο να βλέπεις την πατρίδα σου με τα μάτια ενός επισκέπτη, να ανακαλύπτεις καινούριες πλευρές που δεν είχες προσέξει όσο ζούσες εκεί, να εκτιμάς ορισμένες γωνιές της πόλης που σου ήταν αδιάφορες και να απομυθοποιείς άλλες που τις θεωρούσες μοναδικές σε όλο τον κόσμο. Το ίδιο ισχύει και με τους ανθρώπους της.

Χαίρομαι που διαπιστώνετε ότι το βιβλίο αποτυπώνει με ρεαλισμό τις αλλαγές αυτές. Ο στόχος μου ήταν ακριβώς αυτός. Η ιστορία είναι βεβαίως μυθοπλασία, αλλά το σκηνικό στο οποίο διαδραματίζεται, είναι καθόλα πραγματικό. Θα μπορούσε να συμβαίνει δίπλα μας, όπως χιλιάδες άλλες αληθινές ιστορίες που εξελίσσονται παράλληλα με τη ζωή μας και δεν τις μαθαίνουμε ποτέ. Μπορεί να έχουμε περάσει δίπλα από τον Αντρέα στην Ερμού και να μην του ρίξαμε ούτε μία ματιά ή να του ρίξαμε ένα κέρμα και να συνεχίσαμε. Η κυρα-Ξένια μπορεί να μένει στη διπλανή πολυκατοικία ή και στη δική μας ακόμα. Ο Μούσα μπορεί να παίζει μουσική στο μαγεριό της επόμενης γωνίας ή να έχει συλληφθεί μπροστά στα μάτια μας και να μη δώσαμε σημασία».

Μια ιστορία για την Αθήνα

-Στόχος του ήρωά σας είναι να βρει το δολοφόνο του φίλου του. Ποιοι λόγοι σας ώθησαν να βάλετε έναν αντιήρωα να εξιχνιάσει ένα έγκλημα;

«Όπως είπα προηγουμένως, η «Μαύρη Μπίρα» είναι μια ιστορία για την Αθήνα. Το έγκλημα είναι απλώς η αφορμή για να τη διηγηθώ. Η αστυνομική πλοκή είναι η ραχοκοκαλιά του μυθιστορήματος, το «ζουμί» του ωστόσο είναι οι μικρές, δευτερεύουσες ιστορίες που τη διανθίζουν και παρουσιάζουν το σκοτεινό πρόσωπο, τη νουάρ πλευρά, της πόλης. Μια πόλη που αλλάζει διαρκώς, αδυνατώντας να αφομοιώσει τις αλλαγές της -είτε επειδή αρνείται να το κάνει ή επειδή δεν προλαβαίνει. Επιπλέον βιώνει τις συνέπειες της κρίσης στο «πετσί» της. Τα κτίρια της καίγονται, τα μάρμαρά της ξηλώνονται, τα μαγαζιά της ερημώνουν, τα «κύτταρά» της –οι πολίτες της δηλαδή- χάνουν τη δύναμή τους. Με άλλα λόγια, είναι μια πόλη σε βαθιά κρίση, όχι μόνο οικονομική, αλλά κυρίως υπαρξιακή.

Χρειαζόμουν λοιπόν έναν κεντρικό ήρωα που να ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία της. Ο Αντρέας είναι ο ιδανικός αφηγητής μιας ιστορίας για την Αθήνα. Βιώνει την ίδια κρίση ταυτότητας, τα ίδια προβλήματα επιβίωσης, βαδίζει με άνεση μέσα στους δρόμους της και μπορεί να συνομιλήσει -ως ίσος προς ίσο- με όλους τους κατοίκους της. Εκείνοι, από την πλευρά τους, τον εμπιστεύονται και συμπεριφέρονται φυσικά απέναντι του, φανερώνουν τις πραγματικές τους σκέψεις, μοιράζονται τους φόβους και τις ελπίδες τους. Φανταστείτε ποια θα ήταν η στάση ενός μετανάστη απέναντι σε έναν αστυνομικό. Ή μήπως θα μπορούσε ο Λάζαρος να εκμυστηρευτεί τα σχέδια του σε έναν τέτοιο ήρωα;

-H «Μαύρη Μπίρα» είναι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα χωρίς αστυνομικούς. Και όταν ακόμα εμφανίζονται, δεν μπορούν να βοηθήσουν την κατάσταση, μάλλον τη δυσκολεύουν. Ποια σημασία έχει η απουσία των αστυνομικών από μια αστυνομική ιστορία;

«Όπως σας είπα, αγάπησα από μικρός τις νουάρ ιστορίες και ένιωσα διάφορα συναισθήματα για τους ήρωες τους. Κάποιους τους συμπάθησα, ορισμένους τους θαύμασα, αρκετούς τους συμπόνεσα. Παρόλα αυτά, δύσκολα ταυτίστηκα με οποιονδήποτε από αυτούς. Βλέπετε, πάντοτε ήταν είτε προστάτες του νόμου, είτε παραβάτες του.

Η συντριπτική πλειοψηφία των αναγνωστών των αστυνομικών μυθιστορημάτων, όμως, δεν είναι ούτε σκληροτράχηλοι, αλκοολικοί αστυνομικοί που λύνουν μυστήρια με τις γροθιές τους και τη βοήθεια του παλιού σιδερικού τους, ούτε παράνομοι με αγαθές προθέσεις. Είναι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι χωρίς υπερδυνάμεις. Κάποιοι από αυτούς μάλιστα ίσως βρεθούν –ή ίσως έχουν βρεθεί- κάποια στιγμή μπλεγμένοι σε μια περίεργη ιστορία. Άθελα τους ή ηθελημένα.

Υπάρχουν καθημερινά δεκάδες τέτοιες ιστορίες στο αστυνομικό δελτίο των εφημερίδων, οι οποίες περνάνε στα ψιλά, χωρίς να μάθουμε ποτέ ποια ήταν η εξέλιξη τους ή ποιοι λόγοι οδήγησαν τους θύτες και τα θύματα να πράξουν με τον τρόπο που το έκαναν. Διαβάζουμε για κάποιον που εξαφανίστηκε, για κάποιον που σκοτώθηκε, ή έναν άλλο που αυτοκτόνησε και η είδηση παρουσιάζεται σε μερικές τυποποιημένες αράδες, γεμάτες απρόσωπες εκφράσεις του τύπου «άνδρας αγνώστων λοιπών στοιχείων», «διερευνούνται τα αίτια του θανάτου», «έκπληκτοι συγγενείς και φίλοι μιλούν για ένα φιλήσυχο άνθρωπο που δεν είχε δώσει ποτέ δικαιώματα». Πίσω από αυτές τις αράδες όμως κρύβεται μια ολόκληρη ιστορία.

Ήθελα λοιπόν να παρουσιάσω μια τέτοια ιστορία ολοκληρωμένη. Μια ιστορία, στην οποία πρωταγωνιστεί ένα φυσιολογικός άνθρωπος, κάποιος που λύνει ένα μυστήριο χωρίς τη βοήθεια ενός ολόκληρου μηχανισμού, χωρίς να πηδάει από τη μία ταράτσα στην άλλη ή να ανοίγει πόρτες με κλωτσιές. Αντιθέτως, το λύνει με κόπο, σπάζοντας τα μούτρα του, μοχθώντας να πάρει απαντήσεις, προσπαθώντας να πείσει κάποιον να του ανοίξει την πόρτα που πρέπει να περάσει, χωρίς να τον επιβραβεύσει κανείς, χωρίς να ανταμειφθεί ποτέ για την προσπάθεια του».

Η κρίση και οι ακραίες  λύσεις

-H αρχική επιλογή του ήρωα να βρει χρήματα για να θάψει το φίλο του μετατρέπεται σε στόχο ζωής με μεγάλα τιμήματα. Εκτός του ότι ο θαμπός βίος του του αποκτά νόημα, μοιάζει σαν να θέλει να αποδώσει με το δικό του τρόπο δικαιοσύνη. Η εποχή της κρίσης έχει ενισχύσει τέτοιου είδους αισθήματα. Αρκετοί άνθρωποι θέλουν να πάρουν ή έχουν πάρει το νόμο στα χέρια τους.  Πώς βλέπετε τις καινούργιες συμπεριφορές που διαμορφώνει η κρίση;

«Παρόλο που θεωρώ την ερώτηση σας εξαιρετικά εύστοχη, επιτρέψετε μου να διαφωνήσω όσον αφορά τον ήρωα της «Μαύρης Μπίρας». Ο Αντρέας δεν παίρνει το νόμο στα χέρια του, δεν έχει κίνητρο να εκδικηθεί, δεν προσπαθεί καν να αποδώσει δικαιοσύνη. Όπως επισημάνατε, αρχικά θέλει να προσφέρει μια αξιοπρεπή κηδεία σε έναν άνθρωπο, τον οποίο μάλιστα δεν γνώριζε πολύ καλά, επειδή πιστεύει ότι κανείς δεν αξίζει να καταλήξει στα αζήτητα των νεκροταφείων. Κι έπειτα, ενάντια στην αδιαφορία τόσο των αρχών όσο και των «φίλων» του Λάζαρου, θέτει ως στόχο ζωής να μάθει τι συνέβη σε αυτόν τον άνθρωπο που πέθανε βίαια σε ένα σοκάκι στην καρδιά της πόλης. Για να φτάσει στην αλήθεια, μάλιστα, κάνει θυσίες και, όπως ο Ξένος του Καμύ είναι έτοιμος να θυσιαστεί για την υπεράσπισή της, ο Αντρέας είναι έτοιμος να πράξει το ίδιο για την αποκατάστασή της. Δεν έχει σημασία ποια είναι η αλήθεια, αν μας αρέσει ή όχι, αλλά έχουμε τόσο το δικαίωμα όσο και την υποχρέωση να τη γνωρίζουμε.

Πράγματι, η κρίση και -κυρίως- η αδυναμία αντιμετώπισής της οδηγεί τους ανθρώπους σε ακραίες λύσεις. Οι ανισότητες μεγαλώνουν, η αδικία βαραίνει και συντρίβει τους ώμους των ευάλωτων και όχι εκείνων που την πράττουν, η απελπισία και η οργή ξεχειλίζουν και μέσα σε αυτή τη ζοφερή κατάσταση, οι ακραίες λύσεις μοιάζουν ξαφνικά οι μόνες λογικές. Η απαξίωση των θεσμών είναι φυσική συνέπεια και γενικευμένο φαινόμενο. Οι γενναίοι σπεύδουν να τους αντικαταστήσουν, παίρνοντας το νόμο στα χέρια τους, και οι δειλοί καλούν άλλους να το πράξουν για αυτούς, άμεσα ή με τη ψήφο τους. Παρατηρώ το συγκεκριμένο φαινόμενο με ιδιαίτερη ανησυχία και προσπαθώ να παραμείνω νηφάλιος. Δυστυχώς όμως, διαπιστώνω ότι οι καθ’ ύλην αρμόδιοι, δηλαδή οι πολιτικοί, υποτιμούν, ή προσπαθούν να αγνοήσουν, ή ακόμα χειρότερα υποκύπτουν στον πειρασμό να δικαιολογήσουν και να αποδεχτούν αυτά τα φαινόμενα, αντί να παλέψουν για την εξάλειψη τους, μέσω της εξυγίανσης και αποκατάστασης των θεσμών.

Επιστρέφοντας στον Αντρέα λοιπόν, θα ήθελα να σημειώσω ότι έχει τις ίδιες αδυναμίες και τους ίδιους φόβους με όλους τους άλλους. Δεν εμπιστεύεται τις αρχές, είναι απογοητευμένος από το σύστημα, οργισμένος με όσους το εκπροσωπούν ή το στηρίζουν και νιώθει ότι οι θεσμοί αντί να τον προστατεύουν, τον απειλούν. Αρνείται όμως να πάρει αβίαστα το μέρος κάποιου. Αρνείται να υποστηρίξει την κυρα-Ξένια ή τον Μούσα, παρόλο που αναγνωρίζει δίκια και στους δύο. Αρνείται να περιχαρακωθεί και να αρχίσει να μάχεται με τους γείτονες του για τον έλεγχο μερικών οικοδομικών τετραγώνων. Και το σημαντικότερο, αρνείται να αδιαφορήσει για τον πλησίον του. Είναι έτοιμος να θυσιαστεί για να την αδικία που υπέστη κάποιος άλλος, ακόμα και αν δεν συμφωνεί με τον τρόπο που έζησε ή με αυτό που εκπροσωπεί, απλώς και μόνο γιατί κανείς δεν αξίζει να πέφτει μόνος του».

-Στο μυθιστόρημά σας ο αναγνώστης μεταφέρεται από τις γειτονιές των μεταναστών σε εκείνες των νεόπλουτων για να φτάσει κάποια στιγμή και στα άδυτα της εγχώριας μαφίας των νυχτερινών κέντρων. Κάνατε κάποιου είδους έρευνα σε αυτούς τους χώρους πριν ξεκινήσετε να γράφετε το βιβλίο;

«Η δημοσιογραφική μου ιδιότητα με βοήθησε σημαντικά, καθώς είχα τη δυνατότητα στα πλαίσια του ρεπορτάζ να βρεθώ σε πολλές γειτονιές της Αθήνας και να συνομιλήσω με τους κατοίκους της για τα προβλήματά τους. Επίσης, είμαι «συλλέκτης» μικρών ιστοριών. Είτε μέσω της παρατήρησης, είτε μέσα από τις εφημερίδες. Εστιάζω πάντα στις μικρές λεπτομέρειες, όπως είναι ένα αδέσποτο ζώο σε έναν κεντρικό δρόμο ή ένας μοναχικός άνθρωπος μέσα στο πλήθος, και επίσης διαβάζω πάντα τα ψιλά των εφημερίδων και μαζεύω συνεχώς ειδησούλες, πολλές από τις οποίες χρησιμοποίησα στο μυθιστόρημά μου. Να σημειώσω ότι όλες οι ειδήσεις που αναφέρονται στις σελίδες του είναι αληθινές και έχουν δημοσιευτεί. Ακόμα και αυτές που εξυπηρετούν την πλοκή είναι ελάχιστα πειραγμένες, κυρίως για να ταιριάζουν στην εμφάνιση και τα χαρακτηριστικά των ηρώων της.

Παρόλα αυτά, πρέπει να εξομολογηθώ ότι σε ορισμένες περιπτώσεις ο ρεαλισμός μιας περιγραφής ή κάποιας κατάστασης εκπλήσσει ακόμα και εμένα. Να σας δώσω ένα παράδειγμα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι όταν έγραφα τη σκηνή όπου η κυρα-Ξένια παραπονιέται για την εγκληματικότητα των μεταναστών, είχα αμφιβολίες για το αν θα έπρεπε να συμπεριλάβω στις σκέψεις του Αντρέα τη φράση: «Ακόμα και οι συμπατριώτες μας που έβγαζαν τα προς το ζην με ληστείες λογικά είχαν τη νοοτροπία του νεοέλληνα. […] Τους φανταζόμουν μάλιστα να μαζεύονται πού και πού και να παραπονιούνται ότι τους τρώνε τη δουλειά οι ξένοι». Φοβόμουν ότι ήταν κάπως υπερβολική σκέψη. Ώσπου διάβασα έκπληκτος, πριν από ένα μήνα περίπου, ότι τα μέλη της συμμορίας με τα καλάσνικοφ που συνελήφθησαν από την αστυνομία, συμμετείχαν σε σιωπηρή διαμαρτυρία με κεράκια, έξω από το αστυνομικό μέγαρο, κατά της εγκληματικότητας από αλλοδαπούς».

-Τι ενώνει και τι χωρίζει την Κωνσταντινούπολη και την Αθήνα, τις πόλεις που έχετε μοιράσει τη ζωή σας;

«Η Κωνσταντινούπολη είναι πολύ μεγαλύτερη από την Αθήνα, με πληθυσμό που φτάνει τα δεκαεπτά εκατομμύρια. Επίσης έχει το προνόμιο να είναι χτισμένη πάνω στο Βόσπορο που της προσφέρει μαγεία και ομορφιά. Η Ιστορία της, ο κοσμοπολίτικος χαρακτήρας της, η συνύπαρξη (όχι πάντα αρμονική) του δυτικού και του ανατολίτικου πολιτισμού, τα παλάτια της, οι εκκλησιές κι οι μιναρέδες της, έχουν εμπνεύσει δεκάδες συγγραφείς, ανάμεσα τους και ορισμένους κορυφαίους λογοτέχνες.

Η Αθήνα, από την άλλη, είναι η σημαντικότερη πόλη στην ανθρώπινη Ιστορία, η Ιστορία της όμως διακόπτεται απότομα και εκκινεί εκ νέου με την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Αυτή η έλλειψη ιστορικής συνέχειας και οι συνέπειές της είναι από τις πιο βασικές της διαφορές με την Κωνσταντινούπολη. Η συνύπαρξη του ένδοξου παρελθόντος με ένα θαμπό παρόν και η συνεχής, άνιση, σύγκριση μεταξύ των δύο, χαρίζει ένα ξεχωριστό και ιδιαίτερα πολύπλοκο χαρακτήρα στην Αθήνα, ο οποίος είναι απόλυτα πιστός σε εκείνον των κατοίκων της. Η πόλη έχει τα ίδια σύνδρομα, τα ίδια προβλήματα και τις ίδιες ελπίδες με όσους ζουν μέσα της. Η Κωνσταντινούπολη, αντιθέτως, έχει τη δική της, ανεξάρτητη, προσωπικότητα που υπερβαίνει την ιδιοσυγκρασία των κατοίκων της.

Υπάρχουν πολλά που ενώνουν τις δύο πόλεις. Τα φαγητά, οι μυρωδιές κι οι μουσικές που γεμίζουν τους δρόμους τους, ο ήχος των ζαριών και τα επιφωνήματα χαράς όταν έρχονται εξάρες, η εγκάρδια συμπεριφορά των κατοίκων τους, η φιλοξενία τους κ.α. Νιώθω περισσότερο οικεία στην Κωνσταντινούπολη παρά σε άλλες πόλεις της Ευρώπης, κυρίως του Βορρά».

-Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς; Είναι εκείνοι που επηρέασαν τη γραφή σας και ενίσχυσαν το ενδιαφέρον σας για το αστυνομικό μυθιστόρημα;

«Είναι πάρα πολλοί οι αγαπημένοι μου συγγραφείς και εκπροσωπούν διαφορετικά λογοτεχνικά είδη. Μου αρέσει να διαβάζω φιλοσοφία, ιδιαίτερα πολιτική φιλοσοφία, επιστημονική φαντασία -είμαι μάλιστα ιδιαίτερα ικανοποιημένος όταν βρίσκω κάποιο βιβλίο που τα συνδυάζει-, Ιστορία και ιστορικά μυθιστορήματα. Επίσης μου αρέσουν τα μαθηματικά μυθιστορήματα γιατί με μυούν σε έναν κόσμο που πάντα με μάγευε, αλλά που δυστυχώς ποτέ δεν κατάφερα να τον κατανοήσω. Έχω διαβάσει πολλά από τα βιβλία που προτείνετε στη στήλη σας. Τέλος, διαβάζω αρκετά comics και graphic novels, ενώ μου αρέσει και η εφηβική λογοτεχνία.

Όλοι οι συγγραφείς που έχουν καταφέρει να με εντυπωσιάσουν, επηρέασαν και επηρεάζουν τη γραφή μου με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Όσον αφορά το ενδιαφέρον μου για το αστυνομικό μυθιστόρημα, αυτό αναπτύχθηκε από μικρή ηλικία, διαβάζοντας «Μυστικούς εφτά» και «Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ και οι τρεις ντετέκτιβ», αργότερα μανιωδώς Αγκάθα Κρίστι και σιγά σιγά διάφορους άλλους συγγραφείς, όπως τους κλασικούς εκπροσώπους της αμερικάνικης σχολής και τους αμερικάνους ή ευρωπαίους συνεχιστές τους».

-Γίνεται λόγος για κάποιου είδους άνθηση του αστυνομικού μυθιστορήματος στην Ελλάδα, μια χώρα που δεν έχει μεγάλη παράδοση στο είδος. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά αυτού του νέου ενδιαφέροντος για το αστυνομικό μυθιστόρημα;

«Υπάρχει άνθηση του ελληνικού αστυνομικού μυθιστορήματος. Μόνο την παραγωγή να δείτε, θα διαπιστώσετε ότι σε μια εποχή που η εκδοτική δραστηριότητα συρρικνώνεται, τα αστυνομικά μυθιστορήματα πολλαπλασιάζονται. Νομίζω ότι το αυξημένο ενδιαφέρον για την αστυνομική λογοτεχνία οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι δείχνουμε επιτέλους να ξεπερνάμε την παρωχημένη αντίληψη ότι τα αστυνομικά μυθιστορήματα είναι παραλογοτεχνία. Το σύγχρονο αστυνομικό μυθιστόρημα συνδυάζει την κοινωνική παρατήρηση με την πολιτική ανάλυση. Καταπιάνεται με δύσκολα κοινωνικά θέματα, όπως είναι η ξενοφοβία ή η πολιτική διαφθορά, τα αναλύει, τα κριτικάρει, δημιουργεί προβληματισμό και θέτει ερωτήματα.

Όσον αφορά την Ελλάδα, καταλαβαίνετε ότι η συγκυρία ευνοεί την ανάπτυξη του είδους. Σε αυτό βεβαίως έχουν συνεισφέρει οι ίδιοι οι συγγραφείς, οι οποίοι αποδεικνύουν ότι έχουν αντανακλαστικά. Θα ήθελα να θυμίσω ότι συνήθως σε περιόδους πολιτικής κρίσης -γιατί η κρίση που βιώνουμε είναι κατά βάση πολιτική- υπήρχε πάντα άνθηση του πολιτικού τραγουδιού, ως μέσο κριτικής και φορέας ελπίδας. Αυτό συνέβη τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 στην Ελλάδα, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο. Αυτή η κρίση όμως, για κάποιον ανεξήγητο σε μένα λόγο, δεν γεννά πολιτικό τραγούδι. Αντιθέτως, γεννά αστυνομική λογοτεχνία. Δείτε πόσα μυθιστορήματα, ή ακόμα και διηγήματα, τολμούν να ασχοληθούν με την κρίση και τις οδυνηρές συνέπειες της. Αν θέλετε τη γνώμη μου, είναι μια μεγάλη ευκαιρία για τους συγγραφείς και τους εκδοτικούς οίκους να επενδύσουν στην ελληνική αστυνομική λογοτεχνία και να επιδιώξουν την εξωστρέφεια και την προβολή της, τώρα που η χώρα μας βρίσκεται στο επίκεντρο των εξελίξεων και του παγκόσμιου ενδιαφέροντος».

© Copyright 2001-2012 Θαλής + Φίλοι.

designed & developed by ELEGRAD