Thales + Friends

“Όταν λες ιστορίες έχεις ταυτότητα”, συνέντευξη με τον Τάσο Μπουλμέτη

Αναρτήθηκε σε 1 Μαρτίου, 2012 κατηγορία: Συνεντεύξεις

Συντάκτης: Γιώργος Καρουζάκης

Η “Πολίτικη Κουζίνα” του Τάσου Μπουλμέτη είναι μια ταινία που τον ακολουθεί ακόμα και σήμερα, δέκα χρόνια μετά την εμφάνισή της στις αίθουσες, σε κάθε του βήμα. Είναι, άλλωστε, μια από τις δημοφιλέστερες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου -με πολλά βραβεία σε διεθνή φεστιβάλ, περισσότερους από 1.500.000 θεατές στην Ελλάδα, και διανομή σε περίπου 45 χώρες σε όλο τον κόσμο.

Η “Πολίτικη Κουζίνα” αγαπήθηκε για πολλούς λόγους, αλλά κυρίως για τον τρόπο που ο δημιουργός της κατάφερε να μεταφέρει στο σινεμά, τις μνήμες των παιδικών του χρόνων και τη βιωματική του σχέση με την Κωνσταντινούπολη. Πρόσφατα, ο “Guardian” τη συμπεριέλαβε στις δέκα καλύτερες ταινίες που έχουν γυριστεί, διεθνώς, για την Κωνσταντινούπολη.

Αυτή την εποχή ο Τάσος Μπουλμέτης γυρίζει, πάντως, κινηματογραφική σελίδα. Ολοκληρώνει το σενάριο της νέας του ταινίας, για την οποία αρκείται να πει ότι θα είναι κωμωδία.

Στην κουβέντα που κάναμε στο σπίτι του στην Αθήνα, μιλήσαμε για το ελληνικό σινεμά, την εμπειρία του από την προεδρία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, για την Πόλη, αλλά και για την ήττα της σύγχρονης Ελλάδας.

Ποια είναι η μεγαλύτερη αγωνία του; “Από την κραυγή της μεταπολίτευσης να πάμε στην αφήγηση”.

Πέρασαν αρκετά χρόνια από τη δημιουργία της «Πολίτικης κουζίνας». Ετοιμάζετε καινούργια ταινία;

«Μετά την επιτυχία της “Πολίτικης κουζίνας”, της οποίας η διαχείριση ήταν αρκετά δύσκολη, έδωσα στον εαυτό μου ένα διάστημα να κάνει κάποιου είδους διακοπές. Δεν ασχολήθηκα καθόλου, καλώς ή κακώς, με την επόμενη ταινία. Τα τελευταία δύο χρόνια, γράφω ένα καινούργιο σενάριο. Είχα μια ιδέα που ξεκίνησα να τη δουλεύω το 2008, την oποία έβαλα στο συρτάρι για ένα χρόνο. Ύστερα από ένα ταξίδι στην Αμερική, όταν βρίσκομαι στο εξωτερικό η σχέση με την Ελλάδα αλλάζει, ξεκαθάρισα κάποια πράγματα με αυτή την ιδέα. Και διαπίστωσα ότι αυτό που ήθελα να πω, έδενε πάρα πολύ καλά με την σημερινή κατάσταση του Έλληνα. Πρόκειται, λοιπόν, για το σενάριο μιας κωμωδίας το οποίο κοντεύω να το τελειώσω».

Γιατί ήταν δύσκολη η διαχείριση της επιτυχίας που είχε η Πολίτικη κουζίνα;

«Όταν υπάρχει μια επιτυχία τέτοιου βεληνεκούς, βομβαρδίζεσαι συνέχεια από κάθε είδους προτάσεις και προσκλήσεις. Εξαρτάται από τον ψυχισμό σου, πώς θα ανταποκριθείς. Εκείνη την εποχή, δεν ήμουν έτοιμος για κάτι τέτοιο. Θα μπορούσα, μάλιστα, να πω, ότι είχα κλειστεί στον εαυτό μου, ότι είχα επιλέξει μια μοναχική ζωή. Ξαφνικά, από τη μια μια μέρα στην άλλη, άρχισα να έχω τηλεφωνήματα να πάω σε δείπνα, να συναντηθώ με ανθρώπους που δεν γνώριζα, και όλοι ήθελαν την παρουσία μου. Αυτό ήταν πολύ κολακευτικό, αλλά δεν ξέρω πόσο χρήσιμο θα ήταν για μένα. Ψυχικά εννοώ».

Η ταινία σας ταξίδεψε σε αρκετά φεστιβάλ και βρήκε διανομή σε πολλές χώρες του κόσμου. Η ικανοποίησή σας, πρέπει να ήταν μεγάλη.

«H αίσθηση να ταξιδεύει μια ελληνική ταινία στο εξωτερικό είναι υπέροχη. Η “Πολίτικη κουζίνα” διανεμήθηκε περίπου σε 45 χώρες. Έχω πάει σε πολλές πρεμιέρες: στην πρεμιέρα της Ιταλίας, της Ισπανίας, της Αυστραλίας και είναι μαγικό να αντιλαμβάνεσαι ότι για κάποιο παράξενο λόγο, η ταινία σου έχει απήχηση και εκτός Ελλάδας. Στην Ισπανία έκανε 300.000 εισιτήρια και στην Ιταλία 100.000. Ήταν πολύ μεγάλα νούμερα για ελληνική ταινία εκείνη τη εποχή και σε αυτές τις χώρες».

Γιατί άρεσε σε τόσο διαφορετικούς ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, αφού το θέμα της ήταν, κατά κάποιο τρόπο, ελληνικού, ίσως και τουρκικού ενδιαφέροντος;

«Η ταινία άρεσε στον κόσμο, όχι μόνο επειδή μιλούσε για τις σχέσεις της Πόλης με τους ΄Ελληνες ή για τις σχέσεις των Ελλήνων με τους Τούρκους, ούτε επειδή μιλούσε για τη δικιά μου βιωματική σχέση με την Πόλη. Νομίζω ότι ήταν ο αφηγηματικός χειρισμός που έκανε τον κόσμο να την αγαπήσει και στο εξωτερικό. Στην Κορσική θυμάμαι ότι μόλις τελείωσε η προβολή, βγήκε μια κυρία κορσικανή με δάκρυα στα μάτια, και το πρώτο πράγμα που μου είπε ήταν: «Ύστερα από αυτό τι θα κάνεις»; Πώς μπορεί να είναι συναισθηματικά φορτισμένη μια Κορσικανή για το πρόβλημα των Ελλήνων με τους Τούρκους; Άρα, δεν είναι αυτός ο λόγος που της προκάλεσε συγκίνηση. Βεβαίως, βασικό θέμα της ταινίας είναι η μετακίνηση ανθρώπων, οι απελάσεις, η μετανάστευση, η βίαιη μετανάστευση, και αυτή η κατάσταση αγγίζει πάρα πολλούς ανθρώπους σε όλο τον κόσμο».

Το θέαμα της ήττας μας

Αν και η κρίση στην Ελλάδα είναι πρωτοφανής, το ελληνικό σινεμά, σε πείσμα των αντίξοων συνθηκών, ανθεί. Αρκετές ταινίες προβάλλονται στα σημαντικότερα κινηματογραφικά φεστιβάλ του κόσμου. Πώς εξηγείτε αυτή την απρόσμενη άνθιση του ελληνικού σινεμά; Έχει να μας διδάξει κάτι ευρύτερο;

«Αυτή τη στιγμή η Ελλάδα είναι πρώτη είδηση καθημερινά σε όλο τον κόσμο. Αυτός είναι ο βασικός λόγος που οι διευθυντές των φεστιβάλ, οι κριτικοί, οι θεωρητικοί κοιτάζουν να δούνε τι παράγει αυτή η χώρα, και πώς αφηγείται η ίδια την κρίση της. Το ενδιαφέρον τους για μας είναι και λίγο αμφίσημο. Υπάρχει όντως, μια κοινότητα που ενδιαφέρεται να δει πώς εμείς αντιμετωπίζουμε την κρίση, πώς αφηγούμαστε την σημερινή μας πραγματικότητα, το παρελθόν μας, το πώς φτάσαμε ως εδώ. Από την άλλη, κάποιοι λειτουργούν όπως στις “Εστιάδες” του Γρυπάρη, μοιάζουν με εκείνους που βγήκαν στο δρόμο όταν έσβησε η φωτιά, να δουν τις ταπεινωμένες Εστιάδες που δεν κατάφεραν να κρατήσουν ζωντανή την “άσβηστη φωτιά”. Είναι η επιθυμία τους να απολαύσουν το θέαμα της δικιάς μας ήττας.

Υπάρχει, σαφώς, και μια φουρνιά από νέους κινηματογραφιστές που εκπροσωπούν αυτό που ονομάστηκε από τους Βρετανούς, “new weird greek cinema”. Εγώ το δέχομαι ως ετικέτα, και θεωρώ θετικό αυτή τη στιγμή, ότι ο ελληνικός κινηματογράφος μαγνητίζει κάποιους ξένους και γίνεται δημοφιλής. Είμαι σίγουρος ότι τα νέα παιδιά είναι πάρα πολύ ταλαντούχα. Τα περισσότερα από αυτά προέρχονται από τη διαφήμιση, έχουν μια εμπειρία αφηγηματική στον οπτικοακουστικό χώρο. Και βεβαίως, έχουν επιλέξει θεματικές και τεχνικές αφήγησης διαφορετικές από αυτές που είχαμε συνηθίσει στον ελληνικό κινηματογράφο».

Η επιτυχία της νέας γενιάς κινηματογραφιστών ήρθε χωρίς καμία, ουσιαστικά, στήριξη από την Πολιτεία. Υπάρχουν τρόποι να βοηθήσει η Πολιτεία την ανάπτυξη του σινεμά, χωρίς να μοιράζει αφειδώς χρήματα όπως έκανε παλιότερα;

«Σαφώς και υπάρχουν τρόποι. Καταρχάς, ποτέ δεν δόθηκαν αφειδώς χρήματα στον κινηματογράφο ή τουλάχιστον τα χρήματα που δόθηκαν αφειδώς, δεν πήγαν ποτέ στην παραγωγή. Το μεγάλο κομμάτι της χρηματοδότησης πήγε σε παρελκόμενες δραστηριότητες που είχαν σχέση με τις κινηματογραφικές συντεχνίες. Οι συντεχνίες, και κάποιες δραστηριότητες των συντεχνιών απορρόφησαν το μεγαλύτερο κομμάτι της χρηματοδότησης, το οποίο έπρεπε να πάει στην παραγωγή. Και βεβαίως, αναρωτιούνται κάποιοι, αν πρέπει μια κοινωνία να πληρώνει τον κινηματογράφο της. Το κάνει όλη η Ευρώπη, εκτός από την Αμερική. Οι περισσότερες χώρες στον κόσμο στηρίζουν τον κινηματογράφο τους.

Μπορείς να βοηθήσεις το σινεμά και με τη νομοθεσία, η οποία υπάρχει αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα. Έχουν ψηφιστεί δύο σημαντικοί νόμοι, οι οποίοι, όμως, δεν εφαρμόζονται. Η νομοθεσία μπορεί να εφαρμοστεί στις καινούργιες παραγωγές, τις νέες ταπεινές παραγωγές, επειδή τώρα πια στην Ελλάδα, δεν έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε πανάκριβα οπτικοακουστικά έργα. Μπορούμε να πούμε αυτά που έχουμε να πούμε με μικρά μπάτζετ, αλλά με δημιουργικό τρόπο. Το θέμα είναι ο δημιουργικός χειρισμός του υλικού. Και όχι τα ακριβά ντεκόρ και το production value, το οποίο το κάνεις πια στην αφήγηση και στο σενάριο, και όχι με τα χρήματα. Σαφώς, πιστεύω ότι το κράτος πρέπει να ενισχύει το σινεμά, θεσμικά και οικονομικά».

Υπήρξατε πρόεδρος της νεοσύστατης Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Δεν διεκδικήσατε δεύτερη φορά την προεδρία. Ποια είναι η αίσθησή σας από αυτή την εμπειρία;

«Θετικότατη. Κατ αρχήν, ήταν πολύ μεγάλη τιμή για μένα η αποδοχή των συναδέλφων μου, το ότι ήμουν ο μοναδικός υποψήφιος για την προεδρία της νεοσύστατης Ακαδημίας Κινηματογράφου. Δούλεψα πάρα πολύ, όλο το Διοικητικό Συμβούλιο δουλέψαμε πολύ για δυο χρόνια. Στήσαμε την Ακαδημία, και, τώρα, βρίσκεται σε πολύ καλό δρόμο. Αποφάσισα να μην βάλω για δεύτερη φορά υποψηφιότητα, γιατί δεν μπορώ να επενδύσω χρόνο σε πολλά πράγματα μαζί. Ήθελα να δώσω προτεραιότητα στην επόμενη ταινία μου.

Είμαι ενθουσιασμένος με την ίδρυση της Ακαδημίας, με το πώς έχει πάει μέχρι στιγμής, και με το πώς πρόκειται να πάει. Οι καιροί είναι βέβαια, πάρα πολύ δύσκολοι, ο κόσμος είναι κουμπωμένος, και πρέπει να δοθεί μια μικρή μάχη στην κινηματογραφική κοινότητα, στην οποία είμαστε ακόμα διχασμένοι».

Η γέννηση της “Ακαδημίας” οφείλεται και στην πίεση σκηνοθετών της νεότερης γενιάς, που είχαν απηυδήσει από τις αδιέξοδες καταστάσεις που χαρακτήριζαν τον κινηματογραφικό χώρο.

«Τα τελευταία χρόνια υπήρχε μια καθίζηση στο χώρο, κάποια στεγανά, μια κυριαρχία συνδικαλιστική η οποία είχε απωθήσει τη φουρνιά των νέων παιδιών και κάποιων μεγαλύτερων, όπως εγώ. Πρώτη φορά, πριν από μερικά χρόνια, αποδέχτηκα την πρόσκληση του Υπουργείου Πολιτισμού να συμμετάσχω σε μια επιτροπή, υπό τον Κώστα Γαβρά, για να αλλάξει ο νόμος για τον κινηματογράφο. Η επιτροπή δημιουργήθηκε σε μια εποχή που υπήρχε μια φούντωση, υπήρχαν αιτήματα, ο χώρος είχε αρχίσει να προβληματίζεται, να αμφισβητεί καταστάσεις δεδομένες.

Σύμφωνα με το νόμο, έπρεπε να δίδονται στον κινηματογράφο κάποια χρήματα τα οποία έφταναν, εκείνες τις εποχές της ευμάρειας, τα 20 εκ ευρώ ετησίως. Από αυτά, στην παραγωγή ταινιών πήγαιναν μόνο τα 2 εκ. ευρώ, και όλα τα υπόλοιπα πήγαιναν σε παρελκόμενες δραστηριότητες, σε φορείς που έπρεπε να πάρουν χρήματα επειδή πρόβαλαν ταινίες στα διάφορα φεστιβάλ. Αλλά ο νόμος υπήρχε για να γίνεται κινηματογράφος. Η προτεραιότητα του νόμου ήταν να παράγονται ταινίες.

Με άλλοθι την παραγωγή ταινιών, μοίραζαν χρήματα στις συντεχνίες, οι υπουργοί έκαναν τα ρουσφέτια τους, και η κινηματογραφία βρισκόταν σε μια μεγάλη ύφεση. Και αυτό άλλαξε, για αυτό υπήρξε μια σύγκρουση και ένας διχασμός στο χώρο. Έγιναν λάθη από όλες τις πλευρές. Νομίζω, όμως, ότι τα πράγμα έχει καταλαγιάσει και θα επέλθει μια ισορροπία. Αρκεί να έχουμε και καλές ταινίες».

Κωνσταντινουπολίτης του κόσμου

Βρεθήκατε στο σινεμά μετά τις σπουδές σας στη Φυσική. Θέλατε από μικρός να ασχοληθείτε με τον κινηματογράφο;

«Ήθελα από τα δεκάξι μου χρόνια να γίνω σκηνοθέτης. Τις εποχές εκείνες, δεν ήταν εύκολο να πείσεις τους γονείς σου να σπουδάσεις κινηματογράφο, κι έτσι μπήκα στο πανεπιστήμιο για να σπουδάσω Φυσική. Η Φυσική μού άρεσε βέβαια, ήταν στις επιλογές μου. Όσο ήμουν στο πανεπιστήμιο, στα μέσα της δεκαετίας του 70, ήρθα σε επαφή με τους Έλληνες κινηματογραφιστές, δούλεψα, μάλιστα, τότε στη Stefi, αλλά και στην ταινία της Αλίντας Δημητρίου, “Οι Kαρβουνιάρηδες”. Όταν πήρα το πτυχίο μου το 1980, συνέχισα τις σπουδές μου στον κινηματογράφο στην Αμερική».

Η πορεία σας ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη και συνεχίστηκε, με ενδιάμεσο σταθμό την Αθήνα, στην Αμερική. Ήταν συναρπαστική αυτή η διαδρομή;

«Εγώ πραγματικά, αισθάνομαι πολίτης του κόσμου. Κωνσταντινουπολίτης του κόσμου, θα έλεγα. Δεν αισθάνομαι ότι είμαι ριζωμένος σε ένα μέρος. Παντού περνάω καλά. Αυτό το ταξίδι, από την Ανατολή στη Δύση, το έχω χαρεί και το κάνω και στο φαντασιακό μου, το κάνει ο ήρωας μου στην καινούργια μου ταινία, το έχουν κάνει πάρα πολλοί Έλληνες μετανάστες. Είναι ένα ταξίδι που επαναλαμβάνεται στην ελληνική ιστορία, είναι υπαρκτό και σε ιστορικό και σε αφηγηματικό επίπεδο».

Ταπείνωση

Η Ελλάδα μοιάζει, ειδικά τώρα, ένας κλειστός χώρος, γεμάτος αδιέξοδα και προκαταλήψεις…

«Αυτό που με έχει σοκάρει είναι ότι η μητέρα μου, η οποία είναι 84 χρόνων, μου είπε πρόσφατα, ύστερα από τα γεγονότα της προηγούμενης Κυριακής με τις καταστροφές, ότι τέτοια ταπείνωση, ως πολίτης μιας χώρας, την αισθάνθηκε την εποχή που μας διώξανε οι Τούρκοι από την Πόλη. Τότε, σε διώχνανε από το μέρος που είχες γεννηθεί, που είχες μεγαλώσει, που είχες τα βιώματα και τις εμπειρίες σου. Ήταν ένας εξευτελισμός, μια ταπείνωση. Το ίδιο αισθάνθηκε η μητέρα μου εκείνες τις μέρες στην Ελλάδα. Είμαστε ταπεινωμένοι, εξευτελισμένοι. Πιστεύω ότι, αυτή τη στιγμή, ζούμε έναν εμφύλιο. Υπάρχει μια καλή και μια κακή Ελλάδα, δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα που παλεύουν για το ποιό θα επικρατήσει. Κι αλίμονο μας, αν επικρατήσει το κακό».

Πάντως, αυτός ο νέος εμφύλιος δεν μοιάζει να έχει ιδεολογικά χαρακτηριστικά, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις μόνο μίσος για το ποιος θα κυριαρχήσει.

«Η μάχη δε γίνεται για την ιδεολογία αλλά και για ηθικές επιλογές. Ηθική επιλογή σημαίνει ότι εγώ θέλω να υπάρχει μια σωστή διαχείριση του δημόσιου χρήματος, η οποία με αφορά γιατί είμαι φορολογούμενος και πληρώνω τους φόρους μου στο ακέραιο. Υπάρχει και μια άλλη πλευρά ανθρώπων, που θεωρούν ότι το δημόσιο χρήμα πρέπει να σπαταλάται σε δραστηριότητες αντιπαραγωγικές, τις οποίες να απολαμβάνει μια προνομιούχα συντεχνία χωρίς να παράγει τίποτα.

Όταν κάποιοι ψηφίζουν έναν άνθρωπο που τα παίρνει, είναι διεφθαρμένος και λαμόγιο, σημαίνει ότι τα λαμόγια ψηφίζουν τα λαμόγια. Πόσοι να έχουν ξεγελαστεί πια; Αν ξαναψηφιστούν άνθρωποι που είναι διεφθαρμένοι αποδεδειγμένα, δεν σημαίνει ότι αυτούς τους ανθρώπους τους ψηφίζει μια μαφία που έχει συμφέροντα; Το ξέρεις ότι αυτή τη στιγμή που μιλάμε, υπάρχουν πολιτικοί των δυο μεγάλων κομμάτων που αλωνίζουν την επαρχία και υπόσχονται θέσεις στο Δημόσιο;

Βεβαίως, υπάρχουν και άνθρωποι που είναι εντιμότατοι στην πολιτική, αλλά είναι μια μικρή μειοψηφία κατά τη γνώμη μου. To βλέπεις στο δημόσιο λόγο και στα έργα τους. Η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτικών δεν έχει σταθεί να πάρει μια φορολογική ενημερότητα, δεν έχει πάει σε ένα ΚΕΠ να πάρει ένα γνήσιο υπογραφής, αλλά πάνε και πουλάνε θέσεις στους μετεμφυλιακούς φουκαράδες Έλληνες, που βάζουν τα παιδιά τους στο Δημόσιο. Και μια ολόκληρη γενιά, η οποία θα μπορούσε να δημιουργήσει και να φτιάξει μια όμορφη χώρα, βρίσκεται στουμπωμένη στο λάκκο και στη λάσπη της μεταπολίτευσης».

Από την κραυγή στην αφήγηση

Πως φτάσαμε ως εδώ;

«Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε τη χρυσή ευκαιρία να κάνει την Ελλάδα Ελβετία. Ήταν ο πιο προνομιούχος και ευνοημένος πολιτικός μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και τον Εμφύλιο, γιατί είχε μαζί του ένα τεράστιο ρεύμα ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένων και πολλών δεξιών. Μπορούσε να σταματήσει την διαφθορά. Και αντί να την σταματήσει την ανέδειξε. Το ΠΑΣΟΚ έδωσε, επίσης, μια νίκη στα παιδιά της ήττας του εμφυλίου. Απέκτησαν λόγο, απέκτησαν σύνθημα, απέκτησαν κραυγή, αλλά δεν είπαν ιστορίες. Δεν εδραιώθηκε μια αφήγηση. Και για αυτό τώρα, βαριαναστενάζουμε όλοι. Ο Ανδρέας Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ του 81, έδωσαν τη δυνατότητα στους ηττημένους να πουν μια ιστορία, και δεν ειπώθηκε τίποτε. Και φταίει ο ίδιος κατά τη γνώμη μου.

Το να λες ιστορίες, ξέρεις, σε κατευνάζει σε καταλαγιάζει. Όταν λες ιστορίες έχεις ταυτότητα. Οι ιστορίες είναι ο πολιτισμός μας. Μοιραζόμαστε ιστορίες, σημαίνει σταματάμε να πετάμε πέτρες, ακόντια και βέλη ο ένας στον άλλον. Και αυτή είναι η αγωνία μου σήμερα, και η αγωνία των φίλων μου, και αυτών που συναναστρέφομαι: από την κραυγή να πάμε στην αφήγηση».

Τι ειπώθηκε, δηλαδή, στη μεταπολίτευση;

«Αυτό που ακούστηκε ήταν ψέλλισμα, κραυγές, επιφωνήματα, ένα Ωπα! Είχαμε πολλά Ωπα από τη δεκαετία του 90 μέχρι το 2004. Ζούσαμε σε αυτή την κατάσταση έπαρσης, που είσαι λιγάκι πιωμένος, λίγο μεθυσμένος και χορεύεις κάτω από τον ήλιο. Και βέβαια, θεωρώ ότι οι καλύτεροι σύμμαχοι και μαθητές αυτής της λογικής που εδραίωσε το ΠΑΣΟΚ ήταν οι εκπρόσωποι της Νέας Δημοκρατίας. Φυσικά το ΠΑΣΟΚ έστησε τη μεταπολιτευτική Ελλάδα, αλλά η Νέα Δημοκρατία πήγε και τη “σούφρωσε”, όταν της δόθηκε η δυνατότητα, και τα κόμματα της αριστεράς στήριξαν, με πολύ γερό τρόπο, όλο αυτό το σύστημα.

Θεωρώ ότι σαν λαός, δεν έχουμε ενηλικιωθεί, έχουμε την αίσθηση της παντοδυναμίας του εφήβου ή ακόμα του παιδιού που έχει τις πρώτες του στύσεις και νομίζει ότι θα κατακτήσει τον κόσμο, και θέλει τα πάντα. Και βέβαια, όλη αυτή η μεταπολιτευτική λίμπιντο με τους παραμορφωτικούς καθρέφτες που μπήκαν από τους διάφορους αφηγητές και την αριστερά της μεταπολίτευσης, μάς έχουν κάνει να βρισκόμαστε στο παιδικό στάδιο, να έχουμε ακόμα την έπαρση, το θυμό, την αντίδραση στους θεσμούς. Δεν έχουμε ψυχαναλυθεί συλλογικά, και η ψυχανάλυση γίνεται μέσα από τους θεσμούς, δηλαδή η διεργασία αυτογνωσίας γίνεται από ένα σύστημα που το δημιουργεί το ίδιο το κράτος».

Η Πόλη

Η Κωνσταντινούπολη είναι η πόλη των παιδικών σας χρόνων. Έχετε ακόμα έντονες αναμνήσεις από εκεί; Tι θυμάστε;

«Διαδρομές θυμάμαι. Aγορές θυμάμαι. Tο σχολείο μου θυμάμαι. Ένα συγκεκριμένο μέρος στην περιοχή που γεννήθηκα θυμάμαι. Το μαγαζί του πατέρα μου θυμάμαι. Και όλα αυτά που θυμάμαι, τα επισκέπτομαι κάθε φορά που πηγαίνω στην Πόλη. Ακόμα και ταινία έκανα πηγαίνοντας εκεί, έχοντας συμφιλιωθεί πλήρως με τη φυγή και τον αποχωρισμό, έχοντας πενθήσει εντελώς αυτή την κατάσταση, και παρόλα αυτά, αισθάνομαι μια περίεργη ευφορία επιστρέφοντας στα παλιά λημέρια.

Θεωρώ ότι η Κωνσταντινούπολη είναι ένας πολύ προικισμένος γεωγραφικός τόπος του πλανήτη, και όσοι κατάγονται ή γεννήθηκαν σε αυτό το μέρος κουβαλάνε κάτι διαφορετικό. Έχει υπάρξει πρωτεύουσα δύο αυτοκρατοριών, του Βυζαντίου και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Όταν πας εκεί, αυτό το βλέπεις, είναι μια αυτοκρατορική πόλη. Η Αθήνα δεν είναι αυτοκρατορική πόλη, τη λένε χωριό, σαφώς και είναι ένα χωριό. Παλιά το 1920 και το 1930 ήταν ένα νόστιμο χωριουδάκι.
Η Κωνσταντινούπολη είναι μια αυτοκρατορική πόλη. Και μόνο στο χάρτη να δεις που βρίσκεται, τι κόσμους συνδέει και τι κόσμους χωρίζει, καταλαβαίνεις ότι είναι ένας τόπος πολύ ιδιαίτερος. Αυτή την ιδιαιτερότητα την ανακάλυψα ενήλικας, έχοντας αποκοπεί για τριάντα χρόνια, και έχοντας κόψει όλες τις πόρτες επικοινωνίας με το παρελθόν της Πόλης.

Ξαφνικά, άνοιξα αυτή την πόρτα της Πόλης και επέστρεψα. Άλλαξαν όλα σε ένα ταξίδι που έκανα το 94. Άλλαξαν πάρα πολλά πράγματα μέσα μου, και κυρίως η σχέση μου με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Ήτανε το ταξίδι της ζωής μου. Δεν θα γίνει άλλο ταξίδι, τόσο συμβολικά και ουσιαστικά, φορτισμένο».

© Copyright 2001-2012 Θαλής + Φίλοι.

designed & developed by ELEGRAD