Thales + Friends

Μακριά, στην Ελλάδα

Αναρτήθηκε σε 1 Ιανουαρίου, 2010 κατηγορία: Γνώμες

Συντάκτης: Απόστολος Δοξιάδης

Apostolos_Doxiadis_Athens_2010Τον τελευταίο καιρό με ρωτούν αρκετοί άνθρωποι γιατί μένω στον τόπο μου, εδώ δηλαδή, στην Ελλάδα. Και τη θεωρώ σημαντική αυτή τη σύμπτωση, αφού παλιότερα κάτι τέτοιο δε συνέβαινε. Σαν, δηλαδή, έδω κι ένα-δυο χρόνια, στη συνείδηση πολλών ανθρώπων να έχουν πάρει τόσο πολύ τα πράγματα την κάτω βόλτα στον τόπο μας που να πιστεύουν πολλοί ότι το να μένει κανείς εδώ οικειοθελώς είναι μάλλον απίθανο. Κι έτσι, καθώς θεωρούν για μένα–αυτοί που ρωτούν, πάντα–ότι για τον ένα ή τον άλλο λόγο δεν το κάνω από υποχρέωση, τους προκαλεί η αιτία απορία. “Μα γιατί μένεις εδώ;” έρχεται ξανά και ξανά το ερώτημα.

“Αφού θα μπορούσες να ζεις κάπου αλλού!”

Να πω πρώτα απ΄όλα ότι θεωρώ χωρίς πολύ νόημα την ερώτηση, όπως και κάθε ερώτηση περί ορέξεων. Κι έτσι συνήθως απαντώ, κάπως αμήχανα, με μια παραλλαγή του ότι “μα εδώ είναι ο τόπος μου” ή “εδώ προτιμώ τον τρόπο της ζωής”, κάτι τέτοιο κοινότοπο, και όχι ιδιαίτερα διαφωτιστικό. Όμως, τελευταία, σε κάποιες στιγμές ιδιαίτερης πίκρας για τα διάφορα που συμβαίνουν στην Ελλάδα–και για να λέμε του στραβού το δίκιο, όλοι μας ζούμε τέτοιες στιγμές, πολλοί με αυξανόμενη συχνότητα–, μου έχει τύχει να απευθύνω κι εγώ ο ίδιος την ερώτηση στον εαυτό μου: “Μα γιατί άραγε μένω;” Κι όταν συμβαίνει αυτό, ευτυχώς όχι συχνά, η μόνη σίγουρη απάντηση που έχω να δώσω είναι τρεις λέξεις: Θαλής και Φίλοι. Για να μην παρεξηγούμαι, δεν εννοώ ότι είμαι τάχα κάποιος μάρτυρας του καθήκοντος. Δεν εννοώ δηλαδή ότι μένω από υποχρέωση στην ομάδα Θαλής και Φίλοι, επειδή νοιώθω ταγμένος, με αίσθηση ευθύνης ή τέτοια βαρύγδουπα. Στο κάτω κάτω, στη σημερινή εποχή, τα όσα κάνω μέσα στην ομάδα θα μπορούσα να τα κάνω, λίγο πολύ, κι αν έμενα αλλού. Ο λόγος είναι άλλης τάξης, και νομίζω αξίζει λιγάκι να τον αναπτύξω, ιδιαίτερα σε ετούτο το ξεκίνημα της νέας ιστοσελίδας, που θα είναι αφορμή και για περισσότερους ανθρώπους να γνωρίσουν τη δουλειά μας.

Ξεκινώ με τη δήλωση ότι δε λέω ψέματα σε αυτούς που απαντώ ότι αγαπώ την Ελλάδα. Όντως την αγαπώ: είναι ο τόπος μου, και πέρα από το παρελθόν και τη γλώσσα, που μένουν πάντα ζωντανά, η ζωή εδώ έχει πολλές όψεις που μ’ αρέσουν. Δε χρειάζεται να κουραστώ πολύ δηλαδή για να βρω κάποια καλά πράγματα στην Ελλάδα–άλλο αν είναι λίγα. Κι αυτό πιστεύω ισχύει για τους περισσότερούς μας που ζούμε εδώ, κι ας γκρινιάζουμε. Όμως αυτό που μας κάνει να απογοητευόμαστε, και να σκεφτόμαστε ακόμη και την απόδραση, είτε (λιγοστοί) στην πραγματικότητα, είτε (οι περισσότεροι, αφού η πραγματικότητα δεν τους το επιτρέπει) στα όνειρά τους, είναι ότι τελευταία συσσωρεύονται τόσα κακά, τόσα πράγματα στραβώνουν, που τα καλά, όσα κι αν είναι, χάνουνε στο ζύγι.

Όπως ξέρει κανείς και με πολύ λίγη φυσική–στην κυριολεξία “μπακάλικη”!–υπάρχουν δυο τρόποι να αλλάξει κάποιος μια τέτοια ισορροπία, ή να λιγοστέψει τα στραβά, ή να αυξήσει τα καλά. Κι εδώ πιστεύω ότι έρχεται το κρίσιμο θέμα: η κύρια όψη του ελληνικού προβλήματος, σε κάθε σχεδόν πλευρά της ζωής μας, είναι ότι ψάχνουμε ή συζητάμε μόνο λύσεις που αναφέρονται στην πρώτη περίπτωση, να μειώσουμε δηλαδή τα στραβά. Αυτό όμως είναι υπερβολικά δύσκολο, γιατί τα προβλήματα είναι μεγάλα και στην έκταση αλλά και στη διάρκεια, με βαθειές ρίζες όχι μόνο σε επίσημες κρατικές δομές, θεσμούς, νόμους και άλλα παρόμοια, αλλά και στις δικές μας νοοτροπίες, στους τρόπους της ζωής μας, στις συνήθειες και στο χαρακτήρα μας. Κι είναι τρομερά δύσκολο, αδύνατο σχεδόν, να τα αντιμετωπίσει κανείς αυτά κατά μέτωπο. Να αλλάξουμε τα κακώς κείμενα; Μα πώς; Εδώ ένας άνθρωπος να βάλει ένα στόχο μικρό, να αλλάξει κάτι τόσο δα στην προσωπική του ζωή, ή σε μια σχέση του, ταλαιπωρείται αφόρητα, και κατά κανόνα αποτυγχάνει. Πώς θα αλλάξουμε εμείς δυσλειτουργίες γιγάντιες, παθολογίες διαχρονικές, ριζωμένες τόσο βαθειά; Έτσι απλά, με ένα νόμο, μια απόφαση, μια εντολή; Αυτό είναι όλο; Μπα, απίθανο πράγμα… Δε γίνεται! Και είναι αυτή ακριβώς, η–εύλογη εδώ που τα λέμε–συνειδητοποίηση, που μας κάνει να απελπίζομαστε, να σηκώνουμε τα χέρια και να ετοιμάζουμε, στ΄αλήθεια ή στη φαντασία, τα διαβατήριά μας.

Κι όμως: όσο το σκέφτομαι, είναι ακριβώς αυτή η ίδια συνειδητοποίηση, αλλά ειδωμένη από την άλλη μεριά, που μάς έφερε κοντά με τον Τεύκρο Μιχαηλίδη και τον Πέτρο Δελλαπόρτα, ξεκινώντας την ομάδα Θαλής και Φίλοι, κι είναι η ίδια πάλι που μας ένωσε σιγά σιγά και με πολλούς άλλους, όλους τους φίλους που συνεργάζονται με την ομάδα, και προσφέρουν, ο καθένας όπως και όπου μπορεί, τον κόπο, το μεράκι και το χρόνο τους. Είναι η συνειδητοποίηση ότι είναι ίσως μάταιο να προσπαθείς να λύσεις προβλήματα. Αλλά ταυτόχρονα–γι΄αυτό λέω και ότι η δική μας συνειδητοποίηση γίνεται από την άλλη μεριά–αυτό διόλου δε σημαίνει ότι πρέπει να απελπίζεσαι, να σηκώνεις τα χέρια, να το σκας. Αλλά τότε, τι;

Τον περασμένο Ιούλιο, στο εργαστήρι Ιστορίες Αγνώστων, στη Νάουσα Ημαθίας, ήρθε για πρώτη φορά κοντά μας μια συγγραφέας που θαυμάζω ιδιαίτερα, η Αθηνά Κακούρη. Ήξερε τη δουλειά της ομάδας από μακριά, αλλά δεν είχε τύχει να βρεθεί στην παρέα μας, και κυρίως στον έντονο, ζωντανό ρυθμό των καλοκαιρινών εργαστηρίων, όπου η δουλειά (αν μπορεί να ειπωθεί “δουλειά” κάτι που γίνεται με τόσο κέφι) συνεχίζεται και έξω από τις ομιλίες και τις λέσχες ανάγνωσης, στις παρέες, στο κουβεντολόϊ στα ταβερνάκια, ή το βράδι αργά, κάτω από τα πλατάνια. Η κυρία Κακούρη μού εκδήλωσε, λοιπόν, από την πρώτη μέρα τον ενθουσιασμό της για την ατμόσφαιρα και το πρόγραμμα. Αλλά τη δεύτερη μέρα την είδα λίγο σκεπτική. Με καθησύχασε: την προβλημάτιζε, μου είπε, η συγκεκριμένη αιτία του ενθουσιασμού της, και δε μπορούσε να την εντοπίσει ακριβώς, δηλαδή–πάει να πει, για μία συγγραφέα–να τη βάλει σε λόγια. Την τέταρτη μέρα όμως, ήρθε και με βρήκε σε κάποιο διάλειμμα περιχαρής και μου είπε: “Το βρήκα τι είναι αυτό που μου αρέσει εδώ πάνω απ΄όλα… Να, βρε παιδάκι μου, είναι πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια που βρίσκομαι κάπου στην Ελλάδα, με τόσο κόσμο, και δεν ακούω κανέναν να γκρινιάζει!” Και τη βρήκα τόσο εύστοχη την παρατήρησή της που έσκασα στα γέλια, και την επαναλαμβάνω όπου σταθώ, κι όπου τύχει να μιλώ, όχι μόνο για την ομάδα Θαλής και Φίλοι, αλλά και για τα προβλήματα του τόπου, γενικότερα.

Αλλά πρώτιστα για την ομάδα. Γιατί νομίζω ότι η κεντρική ιδέα που τη συνέχει είναι αυτή ακριβώς: ότι με αυτά που κάνουμε δεν προσπαθούμε διόλου “να ασχοληθούμε με τα προβλήματα του τόπου”–με τρόπο άμεσο, τουλάχιστον–, να λύσουμε δηλαδή κάτι, να σβήσουμε αυτό ή εκείνο. Μας νοιάζει μόνο να φτιάχνουμε πράγματα καλά, κι όχι να μεμψιμοιρούμε, ή να ματαιοπονούμε, παλεύοντας με τα στραβά. Ή, για να το πω με την κοινότοπη μεταφορά της ζυγαριάς που ανέφερα πρωτύτερα, όχι να μειώσουμε το βάρος στη μια πλευρά, μα να το αυξήσουμε στην άλλη. Κι αυτό ακριβώς είναι που με κάνει να πιστεύω τόσο πολύ στη δουλειά της ομάδας, τόσο μάλιστα που να μου δημιουργείται και αισιοδοξία γενικότερη, για την ίδια την Ελλάδα. Γιατί αν το να είσαι Έλληνας, όχι με την έννοια της υπηκοότητας, αλλά της νοοτροπίας, σημαίνει αυτό που λέει κάπου ο Ελύτης, ότι έχει να κάνει με “το δράμα του Σκότους και του Φωτός που παίζουμε όλοι μας εδώ”–παρατήρηση απύθμενα βαθειά, πιστεύω–, τότε το όποιο καλό υπάρχει στην Ελλάδα έχει να κάνει με τις δυνατότητές μας να στρατευόμαστε, ακριβώς, με το φως. Κι όπως καίει ο ήλιος το καλοκαίρι, έτσι κι έχουμε νομίζω στον τόπο μας δυνάμεις πνευματικές τεράστιες, που πάει να πει δυνάμεις κεφιού και δημιουργίας, που αν αντληθούν όπως πρέπει, μια μέρα μπορούν να ξαναγυρίσουν το ζύγι ολότελα στο θετικό, όσα κι αν είναι τα προβλήματα.

Έχω πολλούς αγαπημένους ποιητές, Έλληνες και ξένους, μα όταν μιλάω για τα όσα μου έχει δώσει η ομάδα Θαλής και Φίλοι μου έρχεται ξανά και ξανά στο νου αποκλειστικά ο Ελύτης, και ξέρω το γιατί. Γιατί είναι αυτός, ο κατ’ εξοχήν ποιητής της αισιοδοξίας. Κι έχουμε στον τόπο μας σήμερα τέτοιο περίσσευμα απαισιοδοξίας, που πάνω απ’ όλα την αισιοδοξία χρειαζόμαστε. Είναι θέμα διάθεσης αυτή η μαυρίλα, καμιά φορά; Προσωπικότητας; Ευκαιριών του καθενός; Σίγουρα, κι όλα αυτά μετράνε. Όμως μετράνε επίσης σίγουρα, που λέγανε και οι γονείς μας, κι οι παρέες. Και την ομάδα Θαλής και Φίλοι τη βλέπω, έτσι κυρίως: σαν μια καλή παρέα, μια παρέα υπέροχη, όπου έρχονται άνθρωποι που τους ενώνει το μεράκι για τη γνώση, το διάβασμα, τις ζωντανές ιδέες, τους νέους ανθρώπους, την καλή περιέργεια, την αλήθεια, την ποίηση κάθε λογής, είτε των αριθμών είτε των λέξεων, μια ποίηση που λέει ο Ελύτης ότι είναι το “άλλο πρόσωπο της υπερηφάνειας”. Έχετε συναντήσει πολλούς Έλληνες τελευταία που να είναι περήφανοι γι’ αυτό που κάνουν; (Σκεφτείτε το λίγο πριν απαντήσετε…) Εγώ πάντως ναι, πολλούς, και κατά μια διαολεμένη σύμπτωση είναι σχεδόν όλοι τους άνθρωποι που τους γνώρισα σε ετούτη δω, την καλή ομάδα. Ή μήπως δεν είναι σύμπτωση; Και η καλή παρέα φέρνει κι άλλα καλά πράγματα, κι ενός καλού τιθέντος, μύρια έπονται;

Πρέπον είναι–του το χρωστώ νομίζω με τόσο που τον ανέφερα, σ’ αυτό το καλωσόρισμα–να τελειώσω πάλι με τον Ελύτη. Διαλέγω στίχους από τη “Villa Natacha”, ποίημα που πιστεύω πως δεν είναι τυχαίο ότι το έγραψε στα χρόνια της αυτο-εξορίας του, στην περίοδο της δικτατορίας, νοσταλγώντας από μακριά τη δική του Ελλάδα, που είναι τελικά και η δική μας:

Λέω: κι αυτό θα ’ρθει. Και τ’ άλλο θα περάσει.
Πολύ δε θέλει ο κόσμος. Ένα κάτι
Ελάχιστο. Σαν τη στραβοτιμονιά πριν από το δυστύχημα
Όμως
Ακριβώς
Προς
Την αντίθετη κατεύθυνση

Στην ομάδα Θαλής και Φίλοι, λοιπόν που λέτε, γίνονται συνέχεια τέτοιες στραβοτιμονιές.

© Copyright 2001-2010 Θαλής + Φίλοι.

designed & developed by ELEGRAD